Saturday 27 November 2010

Αγάπη πριν το Άλφα

Σε χρειάζομαι γιατί εσύ μου έδειχνες τον ορίζοντα όταν δεν είχα που στ’ αλήθεια να κοιτάξω.
Σε ψάχνω γιατί δεν έχω τίποτε άλλο πια να αγαπώ, κι ας είχε γίνει συνήθεια..
Φοβάμαι μόνη, γιατί δεν έμαθα να ‘μαι μόνη και τρέμω στην απώλεια.
Αυτό όφειλες να το ξέρεις καλά.
Τρελλαίνομαι, γιάτι σε σκέφτομαι. Κι αρκεί και περισσεύει..
Κρυώνω, γιατί ο χειμώνας το ζητάει. Το απαιτεί.
Λησμονώ, την κάθε μας ασήμαντη στιγμή.
Κλαίω, κοιτάζοντας φωτογραφίες. Βλέποντας σε να γελάς.
Σκέψεις, τι σημασία έχουν πια;
Ό,τι πετάει μακριά, κάπου αλλού θα ξεχαστεί και δεν θα βρεί ποτέ ξανά τον δρόμο της επιστροφής.
Φτάνει, να προσέχεις.. Έστω και μακριά μου.

Monday 22 November 2010

Κάθε Φορά Μηδέν.

Ένα τσιγάρο ακόμα..


Στη πόλη που ζω ή αν θέλετε στη πόλη που σπουδάζω, μα την έχω κάνει πια δικιά μου, είν’ όλα στολισμένα απ’ τον Οκτώβρη. Απο τότε κρατάει κι αυτή η παράξενη μελαγχολία. Αυτή που πάντα έρχεται μαζί με τους Άγιους Βασιλήδες, τα στολίδια και τα δώρα..


Κι όσο πλησιάζουν οι γιορτές, αρχίζει κι ο παραλογισμός. Πού θα τις περάσουμε φέτος; Πώς θα τις κάνουμε ξεχωριστές και καθόλου αυθόρμητες; (Πόσο ανόητοι είμαστε καταβάθος).
Και φτάνει ο καιρός που γυρνάς πάλι, πίσω σπίτι. Βρίσκεις ξανά φίλους, γνωστούς και ξένους. Κάνεις στα γρήγορα τον απολογισμό της χρονιάς, ποιούς είδες, ποιοί σ’ έβρισαν, ποιούς αγάπησες, για ποιούς ένα βράδυ έκλαψες πικρά. Όσα πήγαν χαμένα, όσα έστειλες στο διάολο, όσα έκρυψες στο μαύρο χρώμα που τόσο αγαπάς. Όσα κράτησες κοντά σου – ανθρώπους, ματιές, στιγμές κι ένα τελευταίο χάδι.
Ένα τσιγάρο ακόμη πριν περάσει κι αυτή η χρονιά  παίρνοντας μαζί της χαρές, λύπες, απώλειες. Περάσαμε από μπόρες και τα γνωστά σαράντα κύματα, μα βγήκαμε ζωντανοί. Μα μείναμε μόνοι.
Και φτάνοντας στο τέλος λες πως ό,τι άξιζε, αυτό μονάχα άντεξε στην καταιγίδα. Και το ταξίδι συνεχίζεται, κι εγώ που πάντα δηλώνω ονειροπόλος θα καρτερώ να ‘ρθουν καλύτερες μέρες, όμορφες, ξέγνοιαστες ξανά, γιατί τώρα τελευταία μ’ έχουν εγκαταλείψει.
Εγώ θα συνεχίσω λοιπόν, να ακούω Διάφανα και με τελειωμένες μπουκάλες από κρασί θα μεθάω παρέα με τους στίχους, μπροστά σ’ ένα τζάκι που θα καίει αναμνήσεις. Μαζί θα καίει κι εμένα.
Θα συνεχίσω επίσης, να πίνω coca cola, αφού για να ‘ναι πάντα ίδια αλλάζουν όλα.
Μα πάντα, θα ‘χουμε το Παρίσι..


Tuesday 16 November 2010

Mal du départ

Θὰ μείνω πάντα ἰδανικὸς κι ἀνάξιος ἐραστὴς 
τῶν μακρυσμένων ταξιδιῶν καὶ τῶν γαλάζιων πόντων, 
καὶ θὰ πεθάνω μιά βραδιά, σὰν ὅλες τὶς βραδιές, 
χωρὶς νὰ σχίσω τὴ θολὴ γραμμὴ τῶν ὁριζόντων.

Γιὰ τὸ Μαδράς, τὴ Σιγγαπούρ, τ' Ἀλγέρι καὶ τὸ Σφὰξ 
θ’ἀναχωροῦν σὰν πάντοτε περήφανα τὰ πλοῖα, 
κι ἐγώ, σκυφτὸς σ' ἕνα γραφεῖο μὲ χάρτες ναυτικούς, 
θὰ κάνω ἀθροίσεις σὲ χοντρὰ λογιστικὰ βιβλία.

Θὰ πάψω πιὰ γιὰ μακρινὰ ταξίδια νὰ μιλῶ•
οἱ φίλοι θὰ νομίζουνε πὼς τὰ 'χω πιὰ ξεχάσει,
κι ἡ μάνα μου, χαρούμενη, θὰ λέει σ' ὅποιον ρωτᾶ:
« Ἦταν μιὰ λόξα νεανική, μὰ τώρα ἔχει περάσει ...»

Μὰ ὃ ἐαυτός μου μιὰ βραδιὰν ἐμπρός μου θὰ ὑψωθεῖ 
καὶ λόγο, ὡς ἕνας δικαστὴς στυγνός, θὰ μοῦ ζητήσει, 
κι αὐτὸ τὸ ἀνάξιο χέρι μου ποὺ τρέμει θὰ ὁπλιστεῖ, 
θὰ σημαδέψει, κι ἄφοβα τὸ φταίστη θὰ χτυπήσει.

Κι ἐγώ, ποὺ τόσο ἐπόθησα μιὰ μέρα νὰ ταφῶ
σὲ κάποια θάλασσα βαθιὰ στὶς μακρινὲς Ἰνδίες,
θά’χω ἕνα θάνατο κοινὸ καὶ θλιβερὸ πολὺ
καὶ μιὰ κηδεία σὰν τῶν πολλῶν ἀνθρώπων τὶς κηδεῖες.

Νίκος Καββαδίας - ΜΑΡΑΜΠΟΥ

Wednesday 10 November 2010

Πάρε με μαζί σου. - Πέτα με ψηλά..

Όλα περνούν τελικά. Χρειάζεται λίγος χρόνος μονάχα, για να σηκώσεις ξανά το κεφάλι. Μα έρχεται η στιγμή που βλέπεις πια καθαρά. Εκεί στα χαμηλά που είσαι, στο πάτο που δυό κουβέντες ήταν αρκετές για να σε ρίξουν, μπορείς πια να δεις πως δεν άξιζε τόσο ή όσο εσύ θα ‘θελες.

Κι έτσι προχωράς. Αν θες, κράτα κάτι μαζί σου για να θυμάσαι. Αλλά κάτι καλύτερο σου ξημερώνει. Κάποιος άνθρωπος μόνος σαν εσένα ονειρεύεται την μέρα, που θα σε κοιτάξει, θα σου πει λόγια απλά, 
"είμαι εδώ, κράτησε με, βλέπεις είν’ αληθινό. Άσε με τώρα να μείνω για πάντα."

Έτσι λοιπόν ερωτεύομαι. Έτσι απόψε σε χρειάζομαι. Εσύ που ‘ριξες με βία, τα χρώματα όλου του κόσμου, στο μαύρο μουντό μου πίνακα και του ‘δωσες φως. Εσύ που κάνεις εικόνες όσα με λόγια δεν μπορώ να πω, αφού δεν βρίσκω τις λέξεις. Εσύ που άπλωσες το χέρι σου, όταν δεν είχα από που να πιαστώ. 

Ζηλιάρης είν’ ο χρόνος και μας καθυστερεί. Μα αν έμαθα κάτι σ’ αυτή τη ζωή, είναι να περιμένω, να έχω πίστη, να επιμένω, να διεκδικώ. Δεν με φοβίζει που είσαι για λίγο μακριά μου, μου φτάνει που ξέρω πως το ταξίδι μας στην ευτυχία σ’ έχει συνεπιβάτη. Δώσ’ μου τα χρώματα σου κι άσε με να παίξω με τις αποχρώσεις. Θα δεις όλα θα λάμψουν ξανά, φτάνει να πιστέψεις..

Tuesday 2 November 2010

Μας τελείωσαν τα κρίνα..

Κράτησα για λίγο την αναπνοή μου, είπα πως αυτό ήταν το μοιραίο μου λάθος. Αυτό που θα μ’αλλάζε την ζωή, για πάντα. Η συνέχεια θα ‘ναι σκληρή, μοναχική, καταραμένη.
Το λάθος τελείωσε, πέθανε ένα δειλινό. Και στα συντρίμια του, πέθανε κι εμένα. Περπατάω μόνη, δεν ψάχνω πια ανθρώπους. Δεν θέλω άλλους, μου φτάνουν όλοι αυτοί που γνώρισα μια φορά. Υπήρξα για λίγο μαζί τους, μέτα έφυγα. Ίσως να ξέφυγα..
Κάθομαι για λίγο κι αγναντεύω τον ουρανό, που τώρα με πλακώνει, που πια δεν με χωρεί. Σακατεύτηκα, ψιθυρίζω,  μην μ’ακούσει κανένας περαστικός και γελάσει με την ξεφτίλα μου.  
Εγώ που κάποτε ταξίδευα, εγώ που ζούσα στιγμές κι έλεγα πως ήταν ό,τι πιο σημαντικό. Με πόνεσαν όλες τους. Σαν μαχαιριές, σε βλέματα ανθρώπων, σε λόγια που δεν ξεστόμισαν ποτέ.. με τσάκισαν.
Κι είμαι ένα κουρέλι που πάλι στους δρόμους της σκοτείνης σας πόλης, περπατώ, κάπου ανάμεσα σας. Κι είμαι αόρατη. Κάπου είχα διαβάσει πως αυτό είν’ η πιο γλυκιά ελευθερία. Πως αυτό είναι κι η μαγκιά. Να γίνεσαι αόρατος, ανύπαρκτος.
Κι έτσι ζω. Έτσι πια δεν υπάρχω..
Αδυνάτισα. Αφού έβγαλα από μέσα μου, όσα είχα κρατήσει για σένα. Στα φύλαγα. Πάντα... λόγια, αισθήματα, παλμούς. Δεν ήθελα να τρομάξεις, που σ’ αγαπούσα τόσο. Δεν ήθελα να χαθείς.
Καμιά ελπίδα δεν θα με φέρει στο δρόμο σου ξανά. Ποτέ. Λες κι αυτά τα μάτια, που καθόρισαν για πάντα την ζωή μου, που ‘παιξαν με την ψυχή μου, λες και τα ονειρεύτηκα. Δεν ήταν αληθινά, ήταν μονάχα όμορφα, όταν τα φώτιζε ο ήλιος που κάθε τόσο μας ζέσταινε, σε εκείνη την κρύα και μακρινή, τώρα πια, πόλη.  

Μα ας πάρουμε τα πράγματα απ’ την αρχή. Ή καλύτερα ας πάρουμε τον χρόνο, λίγο πίσω. Τρια χρόνια πριν.. Όταν ήμουν ακόμη παιδί, αφού τώρα νιώθω πως γέρασα, κι ας είμαι ακόμα γι’ άλλους μικρή. Ίσως επειδή έχω πια κουραστεί, ίσως επειδή δεν αντέχει άλλο η καρδιά και ψάχνει δικαιολογίες για να ξεχαστεί.
Πριν τρία χρόνια λοιπόν, γράψαμε την αρχή μιας ιστορίας. Ο πρόλογος ήταν σκληρός, έτσι όπως και το κυρίως θέμα, έτσι όπως κι ο επίλογος. Τί ήταν γλυκό τελικά σ’ όλο αυτό, τί το κρατούσε ζωντανό, κι έφτασε στο σήμερα; Κανείς δεν ξέρει.. Ήλπιζα μονάχα, πως θα ‘ρθει μια μέρα που θα τ’ άλλαζε όλα.  Και φυσικά ήρθε. Και τ’ άλλαξε, ή αν θέλετε τα ρήμαξε στο πέρασμα του.
Σεπτέμρης του 2007, ήταν ίσως το πιο όμορφο φθινόπωρο που ‘ζησε αυτή η πόλη. Το πιο χαρούμενο. Σε θυμάμαι ακόμη, εκείνο το πρωϊνο, να κάθεσαι στραβοπόδι, να ακούς μουσική, να περιμένεις, να κοιτάς την ώρα.. Θυμάμαι φορούσες το καρώ, καφέ σου παντελόνι, και στους ώμους είχες το μαύρο σου σακίδιο. Μου χαμογέλασες, κι ήταν αρκετό για να μην ακούσω τίποτε άλλο απ’ όσα είπες στα δυό, τρία λεπτά που κάθησα εκεί μαζί σου. Ήταν αρκετό για να ερωτευτώ. Ήταν αρκετό για να κάνω τα πάντα...  

Έτσι λοιπόν, ξεκινήσαμε.. ή καλύτερα ξεκίνησα, να διεκδικώ.. Στην αρχή, την παρουσία σου, στις στιγμές. Μετά το σενάριο άλλαξε. Σε ήθελε πιο πολύ, πρωταγωνιστή.  Ο ρόλος ίσως να σου ‘πεσε βαρύς, δεν ξέρω. Τα λόγια σου, ποτέ δεν τα ‘μαθες σωστά. Σ’ άρεσε πιο πολύ να αυτοσχεδιάζεις. Και πάντα το έκανες μ’ ένα τρόπο σκληρό, έτσι που έμεναν όλοι με μια απορία ζωγραφισμένη στα πρόσωπα τους, το ίδιο κι εγώ.  Μπορεί επειδή, έλειπε η αγάπη κι ο έρωτας. Κι ήταν μόνο η επαφή, η απλή για σένα επαφή, το ζευγάρωμα των κορμιών. Μονάχα αυτών..

(Έχω γράψει μόνο 557 λέξεις, κι έχω σπάσει σε διπλάσια κομμάτια. Άσε καλύτερα να μην μετρήσω, τις πόσες φορές έχω κλάψει ως τώρα. Έτσι για να θυμάσαι πόσο πολύ, ...άσε καλύτερα, μην τρομάξεις.)  [...]

"Επιβάλλεται, δεν ανάβουνε συχνά τέτοια χαράματα..
Αν μ'αγαπούν θα καταλάβουν, αν μ'αγαπούν θα σε προλάβουν".