Tuesday 27 December 2011


Δεν κυκλοφορεί ο «Δασουπολίτης»

Οι μαθητές του Λυκείου Δασούπολης απείχαν από τα μαθήματά τους.


http://www.paideia-news.com/index.php?option=com_k2&view=item&id=3706:%CE%BF%CE%B9-%CE%BC%CE%B1%CE%B8%CE%B7%CF%84%CE%AD%CF%82-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%BB%CF%85%CE%BA%CE%B5%CE%AF%CE%BF%CF%85-%CE%B4%CE%B1%CF%83%CE%BF%CF%8D%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%B7%CF%82-%CE%B1%CF%80%CE%B5%CE%AF%CF%87%CE%B1%CE%BD-%CE%B1%CF%80%CF%8C-%CF%84%CE%B1-%CE%BC%CE%B1%CE%B8%CE%AE%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%AC-%CF%84%CE%BF%CF%85%CF%82-%CE%B4%CE%B5%CE%BD-%CE%BA%CF%85%CE%BA%CE%BB%CE%BF%CF%86%CE%BF%CF%81%CE%B5%CE%AF-%CE%BF-%CE%B4%CE%B1%CF%83%CE%BF%CF%85%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%AF%CF%84%CE%B7%CF%82&Itemid=415

Wednesday 7 December 2011

Να με κρατάς. Βασίλης Παπακωνσταντίνου

Κλείσε με μέσα στο μικρό σου το τσαντάκι με το κραγιόν και το παλιό σου καθρεφτάκι

κάνε με λέξεις σ' ένα πρόχειρο μπλοκάκι οι σημειώσεις σου να γίνουνε στιχάκι

Να είμαι ήχος στην παλιά σου την κιθάρα μέσα στη τσέπη τα κλειδιά και τα τσιγάρα

να 'μαι σε εκείνα που σ' αρέσουν και αγγίζεις μέσα σ' όλα που προσέχεις και φροντίζεις

Κάνε με χρώμα που τα χείλη σου φιλάει να 'μαι κόκκινο πιο πολύ σου πάει

βάλε με χάντρα στο λαιμό να σε φυλάει μάτι κακό να μην σε ακουμπάει

Μέσα σ' όλα να με ζητάς και όπου με βρίσκεις να με κρατάς

βάλε με ρούχο μέσα στο κρύο κι όταν τρομάζεις να σου λέω είμαστε δύο.



Tuesday 22 November 2011

Μα εσύ σωπαίνεις και θρηνείς σαν τον κατάδικο.


Λοιπόν προλαβαίνω; Να μπω στο πνεύμα των Χριστουγέννων; Έχω ακόμα χρόνο να σκεφτώ τι δώρα θα πάρω και σε ποιους; Ευχές να δώσω ή να τ’αφήσω για του χρόνου; Δεν ξέρω αν φέτος γιορτάζω Χριστούγεννα, αν τα νιώθω όπως πέρσι. Τα περσινά είχαν μια ζεστασιά, μια αγκαλιά, ένα τζάκι στο σκηνικό – να έχεις μια εικόνα. Φέτος ίσως να ‘μεινε μόνο το τζάκι. Άρα τι τα θες; Πολύ φασαρία για το τίποτα τα φετινά.
Τώρα βέβαια θα μου πεις φεύγει το ’11. Και θα σου πω, «άνεμο στη βράκα του τζι’ αέραν στα πανιά του.» Μου είχε βγάλει την ψυχή. Και το εννοώ.  Ενώ το 2012 έχει ένα σκοπό. Μας το είπε, ρε φίλε, την καταστροφή του κόσμου. Ξέρεις τι να περιμένεις ενώ το ’11 ήταν πιο ύπουλο. Απ’το πουθενά όλα, εκεί που δεν το περίμενες – χαμός.
Μια σχέση πάνω που είχα πει πως ήμουνα κι εγώ ¨ανάξιος εραστής¨ σαν τον Καββαδία. Ένα πτυχίο ενώ σε κάποια φάση είχα στ’αλήθεια πιστέψει πως δεν θα το πάρω ποτέ μου. Ένα μεταπτυχιακό ενώ πάντα έλεγα πως εγώ δεν είμαι για τέτοια. Δυο φίλιες που μας τελείωσαν επειδή τους έφαγαν τα χρόνια, γέρασαν και ξέχασαν τι σήμαινει φιλία. Κι όμως βγήκα ζωντανή.. Είναι που κάθε μέρα ξυπνούσα κι έλεγα στον εαυτό μου ¨Μαλάκα κράτα γερά, έρχεται μπόρα.¨
Και μας πήρε και μας σήκωσε το βλέπεις κι εσύ, έτσι; Είναι που το μέλλον αυτού του τόπου είναι στα χέρια μερικών [...] (τον χαρακτηρισμό τον αφήνω σε ‘σας) και τι περιμένουμε; Αλλαγές ή καταστροφές; Μάλλον το δεύτερο, το’χουν πιο εύκολο. Το δοκίμασαν και πέτυχε. Ξέρουν πια πως είναι το δυνατό τους σημείο και χτυπάνε αλύπητα. Κρύψου μαλάκα, έρχεται μπόρα.
Τελικά δεν μου’πες προλαβαίνω; Αλλά και να μην προλάβω, σιγά τι έγινε. Οι ευχές μου ας πάνε στο διάολο. Το πρόβλημα, αλάνι μου, είναι πως πλέον τον άνθρωπο τον έχουν θολώσει τόσο τα συμφερόντα που έχει· που έχει η ψυχή του πια μολυνθεί. Γι’αυτό δεν τον συγκινούν οι ευχές. Πόσο μάλλον οι δικές μου.
Αλλά μια επιθυμία μου θα την πω πριν κλείσω. Έτσι επειδή έμαθα να ονειρεύομαι σαν τον καραγκιόζη. Όπως κάθε χρόνο τα παιδιά στέλνουν γράμμα στον παππού Αη Βασίλη και μετά βρίσκουν το δώρο τους κάτω απ’το χριστουγεννιάτικο δέντρο, θέλω να βρει και ο πρώτος πολίτης αυτού του τόπου, λίγη ανθρωπιά, γιατί την δικιά του μάλλον κάπου την έχει χάσει.
Λοιπόν γιορτές. Φορέστε τα καλά σας, σηκώστε τα ποτηρια σας ψηλά και ευχηθείτε.. Να υπάρχει αγάπη μα πάνω απ’όλα εμείς οι άνθρωποι να μην ξεχνάμε τόσο εύκολα και γρήγορα όλα όσα συνέβησαν πριν από λίγους μήνες, πως μια λέξη τράνταζε ολόκληρη την πόλη. Αθάνατοι. Αυτούς να μην ξεχνάμε.

Monday 17 October 2011

Κάθε Φορά Μηδέν


Μόνο μια λάμψη ο άνθρωπος κι αν είδες, είδες.

Τον τελευταίο χρόνο -κάθε μήνα- η διαθέσιμη νεράιδα παραδίδει άρθρα που μιλούν για πόνο, έρωτα κι αγάπες. Το πως είναι να σου λείπουν άνθρωποι και το πως είναι όταν τους διώχνεις εσύ ο ίδιος – το ¨ξεσκαρτάρισμα¨ που λέμε. Το πως η απουσία γίνεται φίλη σου, κι η μοναξιά γειτόνισσα που μένει δυο σκέψεις πιο κάτω.
Και ποια είμαι εγώ;  Ένα παιδί είμαι που μετράει ακόμα τ’αστέρια και τις νύχτες δεν σταμάτα να ονειρεύεται. Όπως και να ‘χει όμως, εγώ τον έρωτα τον ένιωσα να με στέλνει δίπλα σ’αγγελάκια φτερωτά να πετάνε τριγύρω κι άλλες φορές να μου τσακίζει αισθήματα και να μου διαλύει ζωές. Γι’αυτό δεν τον πάω και πολύ, δεν είναι κι η καλύτερη παρέα... Απ’το μηδέν με ξεκινάει, στο μηδέν με πετάει. Έτσι βγήκε το Κάθε Φορά Μηδέν. Άφου όπου κι αν πάμε, όσο κι αν ταξιδέψει η καρδιά εκεί θα καταλήξει. Ο-λοκληρωμένη ή κομμάτια.  
Μα όσο χαμηλά κι αν έπεσα έβρισκα πάντα την δύναμη να ανεβαίνω και πάλι ψηλά. Πριν ένα χρόνο, το πρώτο μου άρθρο σ’αυτή την εφημερίδα είχε τον τίτλο ενός βιβλίου που διάβασα - ¨Μου χρωστάς ένα θάνατο¨. Μετά από δώδεκα μήνες λέω πως Πατσίσαμε.
Λέω επίσης πως έχω μάθει απ’τα λάθη μου, πως τελικά όσο κι αν θέλεις κάτι στη ζωή σου καλύτερα να το αφήνεις πάντα να φεύγει στην πιο όμορφη του στιγμή. Δεν ξέρω αν το γυαλί μπορεί να κολλήσει ξανά, ξέρω όμως πως ο άνθρωπος δεν αλλάζει ποτέ. Οι καιροί ναι, οι εποχές το ίδιο, οι ψυχές όμως θα έχουν πάντα τις ίδιες επιθυμίες. Κι αν όλο αυτό σας ακούγεται πολύ σαχλό και μαλακίες μιας νεράιδας που όποτε τα βρίσκει σκούρα πετάει λίγη χρυσόσκονη κι όλα καλά, θα σας θυμίσω πως οι εποχές που ζούμε είν’ δύσκολες, πως έχουμε χάσει το μέτρο – το μέτρημα. Αλήθεια τι ψάχνουμε κι υπάρχει ακόμη χρόνος για να το βρόυμε;
Έψαχνα πάντα την ηρεμία, την γαλήνη. Πάντα το επόμενο λιμάνι που θα μου’δινε ζωή να πάω παρακάτω, ανάσες να μετρώ, στιγμές να αφήνομαι. Ανθρώπους να στηρίζομαι, να περπατώ μαζί τους στο σκοτάδι και να φαντάζομαι λιακάδες. Και ‘χουν περάσει μονάχα χίλια χρόνια..
Γι’αυτό άλλωστε δεν έχω τίποτα να ζηλέψω απ’το παρελθόν. Μάλλον αυτό ζηλεύει το σήμερα, αφού έχω καταφέρει να βρω αυτά που χρόνια ζητούσα κι ας υπήρξαν φορές που ξοδεύτηκα σε λάθος επιλογές/ανθρώπους.  Έκανα τα πάντα, ο κανόνας έλεγε αγάπη κι αφοσίωση. Και νίκησα. Ήταν όλα ένα αστείο παιχνίδι. ‘Cap ou pas cap’. Ένα παιχνίδι που ποτέ σου δεν πίστεψες, μα εγώ έχω φτάσει πια στο τέρμα.

 I can't go back to yesterday - because I was a different person then.
Lewis Carroll

Thursday 15 September 2011

Κάθε Φορά Μηδέν

Φτηνά Τσιγάρα
“Θα 'θελα τόσο πολύ να σ' εντυπωσιάσω. Η μοναδική μας νύχτα ήταν ξαφνική και σύντομη. Σα μια μπόρα. Ούτε που πρόλαβα ν' αρχίσω. Ούτε που πρόλαβα να σου πω τη μοναδική μου ιδιότητα. Είμαι συλλέκτης. Μαζεύω το πιο σκληρό κι άγριο πράγμα του κόσμου.
Στιγμές.

Όταν έχω αυτό τον ξαφνικό πόθο να πετάξω και δεν έχω πού να πετάξω, κρύβομαι στη συλλογή μου, γεμάτη καφέδες, μποξέρ, χορευτές, τυχαία αγγίγματα, βρισιές, τρυφερούς παρανόμους, στοές, συναντήσεις, κραυγές, σιωπές, χωρισμούς, λόγια, λόγια, λόγια...

Έτσι κι αλλιώς τα πράγματα θα κυλήσουν όπως θέλουν αυτά.

Η ζωή ξέρει. 

Κι εγώ την εμπιστεύομαι....

Είμαι απ' αυτούς που πάντα κάπνιζαν Φτηνά Τσιγάρα..”

~ Πέρασε ένας χρόνος από τότε που είδα για πρώτη φορά τα Φτηνά Τσιγάρα. Κι αφού μαζεύω στιγμές, κι αφού πάντα έλεγες πως η ζωή είν’ στιγμές, οφείλω λοιπόν, να τις θυμάμαι και να τις μοιράζομαι.
Καλό μου ταξίδι/αρχή.

Sunday 19 June 2011

Κάθε Φορά Μηδέν.

Σε ποια ζωή σε πιάνω;

Μεγάλωσα. Το ‘νιωσα μέσα μου ξαφνικά κι απότομα. Λίγα λεπτά μου πήρε για να το καταλάβω. Όση ώρα χρειάστηκα να σκεφτώ και την απάντηση μου. Όταν το παρελθόν επιστρέφει και σου ζητάει δανεικά για να υπάρξει ξανά κι αυτή τη φορά σωστά, έτσι όπως το ορίζει ο μπάσταρδος ο τίτλος, εγώ δεν μπορώ να σ’αρνηθώ. Άλλωστε πέρασαν τα χρόνια και μεγάλωσα. Κι άλλαζω ταυτότητα, όνομα και ζωή.  Μα για σένα θα μείνω  αυτό που κάποτε πριν αιώνες, γιατί έτσι μου φαίνεται, γνώρισες κι αγάπησες. Τα λάθη άλλων δεν πρόκειται να κάνω. Δεν απαρνιέμαι κανέναν. Θα ‘ρθεις να χωρέσεις κι εσύ στη ζωή μου, στη νέα μου αρχή. Απο ‘μένα μόνο μην κρατηθείς γιατί θα πέσουμε κι οι δυο. Δεν έχω τόση δύναμη ακόμη. Σου ‘πα μεγάλωσα μα οι πληγές συνεχίζουν να πονάνε, να στάζουν αίμα κι όλα αυτά που λησμόνησα, τώρα εσύ τα κουβαλάς στα χέρια σου σαν δώρα κι είναι τόσο ζωντανά. Δίνουν την δικιά τους παράσταση, λόγια κι αισθήματα. Ξανά οι αναθεματισμένες οι στιγμές, πάνω εκεί που είπα φτάνει.
Έξάλλου το ‘μαθα καλά. Απ’το παρελθόν του κανείς δεν ξεφεύγει, όσο κι αν προσπαθήσει. Γυρίζεις την πλάτη για λίγο μα μετά ξυπνάς απ’το όνειρο σε μια άθλια πραγματικότητα κι είναι ακόμη εκεί. Σαν δαίμονας. Σε φοβίζει, κι αν κρυφτώ θα ξεχαστώ. Την μοναξιά την χόρτασα από επιλογή. Ανώμαλο κι αυτό.
Γι’αυτό στέκομαι όρθια στον πάτο και στην επιφάνεια, χορεύω και πίνω. Να μεθύσω γιατί πρέπει να είσαι πάντα μεθυσμένος. Μόνο μην ψάχνεις εξηγήσεις και φτηνές της ώρας δικαιολογίες. Μην ρωτάς να μάθεις. Απλά δέξου το σήμερα έτσι όπως οι άλλοι το ‘φτιαξαν για ‘μας. Εκείνοι που πια είναι ξένοι, άγνωστοι, σ’ένα παρελθόν καλά βυθισμένοι. Και να θυμάσαι πως σ’ αυτή τη ζωή όλοι περαστικοί είμαστε και πως κανείς δεν είναι κανενός. Γι’αυτό μην κλαις για όσους θα φύγουν αλλά πάντα να χαίρεσαι γι’αυτούς που γουστάρουν να περπατούν δίπλα σου.
Έτσι ίσως σ’αντέξω. Εσένα και την κάθε έκπληξη/αλλαγή που ξημερώνει αυτό το καλοκαίρι. Άλλη μια περιπέτεια κι αν θα μου βγει σε καλό, δεν ξέρω. Πριν μάθω όμως θα τολμήσω κι ο χαμένος ας τα πάρει όλα. Αν σωθώ κι απ’ αυτό, τότε θα ‘χω γεράσει.

Friday 27 May 2011

Κάθε Φορά Μηδέν.

Τώρα... Καλοκαίρι!

Το καλοκαίρι άθελα του πάντα, συνοδεύεται με στίχους – ατάκες που ξυπνώντας το πρωί κι έχοντας την ανάγκη να νιώσεις πως είσαι ήδη αλλού σε μια plage ασπούμε, χαλαρά με μια μπύρα στο χέρι, σιγοτραγουδάς κομμάτια του τύπου  “το καλοκαιράκι στην ακρογιαλιά.. εγώ κι εσύ, εσύ κι εγώ”, “καλοκαιρινές διακοπές για πάντα”, το “απόψε λέω να μην κοιμηθούμε” όταν ακόμη ο Θαλασσινός ήταν παιδί και πάει λέγοντας.

Σε μια διαδρομή καθόλου άγνωστη για μας, θα σε βρίσκω και πάλι να μου χαμογελάς, αναπολώντας τα περασμένα. Εκείνες τις όμορφες διακοπές όταν ήμασταν ακόμα παιδιά. Θυμάσαι;

Ένας προφήτης, μια αποβάθρα, ένα κύμα κι η θάλασσα που κάποτε ναυάγησα ψάχνοντας να σε βρω και να σε σκοτώσω μου ‘μαθαν πως το καλοκαίρι δεν ξέρει να βάζει όρια. Ζεις μονάχα για μια στιγμή και την απολαμβάνεις με πάθος, με ένταση, ζαλισμένος και χαμένος. Ίσως κάποια μέρα να ξυπνήσεις και να νιώσεις πως δεν ανήκεις εδώ, πως κάηκαν όλα τα καράβια και πως ο Καββαδίας έπαψε πια να περιγράφει τις εμπειρίες της ζωής του.

Μακριά λοιπόν να ταξιδεύουμε, όσο είν’ ακόμη καιρός..

Τα ζεστά τα βράδυα να σε βρίσκω πάντα εκεί να με περιμένεις, με μαγιό ή και χωρίς - ό,τι σου κάνει κέφι, μην σκας και με τα δυο βολεύομαι -  να με μεθάς μ’έρωτα και τ’άρωμα σου. Τ’ άλλα θα τα φέρει ο χρόνος κι είναι μάταιο και ανώφελο να προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε το άγνωστο.

Δεν πρέπει να ξέρεις. Το καλοκαίρι, μυρίζει πάντα περιπέτεια. Το αντίσκηνο σου, μην ξεχάσεις. Και εσύ την κιθάρα σου. Εγώ θα φέρω εμένα, αφού μετά από καιρό νιώθω πως με ξαναβρήκα κι αυτή τη φορά λέω να με κρατήσω - κι εσένα μαζί.

Δυνάμωσε την ένταση.. Vamos Αλάνια!!

Wednesday 18 May 2011

Sous Le Ciel De Paris


Κάπως έτσι ξεκινήσε ένα όμορφο ταξίδι..
Δυο ψυχές, στο αγαπημένο μου Παρίσι
Περπατώντας στους δρόμους της πόλης
..πλάι στο ποταμό Seine
Notre Dame de Paris

Notre Dame de Paris
Notre Dame de Paris
Arc de Triomphe
Musée du Louvre
Musée du Louvre
Βράδυ στο Montparnasse
Montparnasse

Στα δρομάκια της Montmartre.
Εκεί όπου σύχναζε η Edith Piaf.
..και έζησε ο Pablo Picasso.
(πέρασε για λίγο κι η Τερέζα)
Σ'αγαπώ μ'ακούς;..
La Basilique du Sacré-Coeur
καφέ στα γρήγορα στο Starbucks
Περιμένοντας στην ουρά σχεδόν δύο ώρες
μα η θέα ήταν ονειροπόλα
και μαγευτική.
La Défense
Le Panthéon
La Tour Eiffel
το τελευταίο μας βράδυ.
Θέλω ακόμα μια βόλτα, ακούς;
Caffé Vito - Le Marais
Θα σε περιμένω να 'ρθεις ξανά..
Sous le ciel de Paris
Marchent les amoureux..

Wednesday 4 May 2011

Κάθε Φορά Μηδέν.

Άτιτλο

Για μια στιγμή νόμισα πως σε είδα να γελάς. Πως σε είδα ξανά να ονειρεύεσαι..  Μέσα στη ζάλη μου κι ίσως απ’ την ανάγκη μου να ‘ναι όλα όπως παλιά, βλέπεις φτιάχνω φιγούρες με σένα για να κάνουν αυτά που εσύ δεν μπορείς, δεν τολμάς. Δεν θες πια. Γιατί δεν θες; Που πήγε η δύναμη σου; Ο εγωισμός και το πείσμα σου, να πας κόντρα σ’ αυτό που χρόνια σε πεθαίνει, σου τρώει την ψυχή; Μα είσαι ακόμη ζωντανός. Σ’ακούω ακόμη. Μα δεν σε βλέπω να έρχεσαι.. Τα βήματα σου πια δεν ακούω. Δεν ξέρω γιατί, μα λυπάμαι. Όχι εσένα. Εσένα ποτέ. Λυπάμαι που νέα σου δεν έχω, κι όταν έχω μιλούν για μελαγχολία κι απραξία. Αδράνεια. Θαύματα δεν γίνονται, φίλε μου και το ξέρεις καλά. Στο ‘χει μάθει καλά η ζωή. Εσύ είσ’ αυτός που πολεμάς, εσύ είσ’ αυτός που στο τέλος θα κερδίσεις. Πάντα με τρόπο γενναίο, επιβλητικό, με ύφος θυμωμένο - παλεύεις να νικήσεις ό,τι οι άλλοι θεωρούν εύκολο και δεδομένο.
Η θλίψη γεμίζει το σπίτι σου, ζεις σ’ ένα σώμα που μοιάζει για ‘σενα πια ξένο. Δεν σε υπακούει λες. Και βυθίζεσαι σε ένα δρόμο σκοτεινό, κατηφορικό που βγάζει μόνο σ’ ένα αδιέξοδο, στης ζωής σου τον γκρεμό. Η πτώση δεν έχει τελειωμό κι η απόγνωση δεν είναι δικαιολογία. Έσυ δεν είσαι δειλός. Κάθε άλλο.
Δεν ξέρω τι είν’ αυτό που σου χρειάζεται για να αρχίσεις ξανά να προσπαθείς. Ένα βήμα όμως την φορά. Παλεύεις με κτήνη κι οι πληγές σου που πάντα θα ‘ναι ανοιχτές, πονάνε ακόμη. Μα για όσο υπάρχει ζωή, θα υπάρχει και θέληση. Γι’ αυτό μην τα παρατάς. Ποτέ σου. Βρες κουράγιο, βρες λόγο, αφορμή και τρέξε μακριά. Σκότωσε τους φόβους σου και μάθε να περπατάς ξανά”..
Όταν η ζωή σου όλη αλλάζει μέσα σε μια στιγμή. Όταν χάνεις αυτά που μέχρι χθες νόμιζες δεδομένα, τότε βλέπεις το αύριο σαν μια γλυκιά ελπίδα.
Αυτή τη φορά λοιπόν, η νεράιδα μου παίρνει αν θέλετε, ένα ύφος πιο ανθρώπινο. Ξεχνά για λίγο τους πάντα μισούς έρωτες της και με λέξεις απλές, ίσως βαλμένες σε λάθος σειρά, μιλάει σε εκείνα τα παιδιά που την ζωή την αντιλαμβάνονται διαφορετικά. Σαν δώρο, σαν μάχη, σαν νίκη.

“Χωρίς να το μάθει ποτέ, εδάκρυσε, ίσως γιατί έπρεπε να δακρύσει, ίσως γιατί οι συφορές έρχονται.” Κ.Γ.Κ.

Saturday 9 April 2011

Θάνος Ανεστόπουλος-Γράμμα ενός αρρώστου




Φίλε μου Αλέξη, το 'λαβα το γράμμα σου
και με ρωτάς τι γίνομαι, τι κάνω
Μάθε, ο γιατρός πως είπε στη μητέρα μου
ότι σε λίγες μέρες θα πεθάνω...

Είναι καιρός όπου έπληξα διαβάζοντας
όλο τα ίδια που έχω εδώ βιβλία
κι όλο εποθούσα κάτι νέο να μάθαινα
που να μου φέρει λίγη ποικιλία

Κι ήρθεν εχθές το νέο έτσι απροσδόκητα
σιγά ο γιατρός στο διάδρομο εμιλούσε
και τ' άκουσα, στην κάμαρα σκοτείνιαζε
κι ο θόρυβος του δρόμου σταματούσε

Έκλαψα βέβαια, κάτω απ' την κουβέρτα μου
Λυπήθηκα. Για σκέψου, τόσο νέος
μα στον εαυτό μου αμέσως υποσχέθηκα
πως θα φανώ, σαν πάντοτε, γενναίος

Θυμάσαι, που ταξίδια ονειρευόμουνα
κι είχα ένα διαβήτη κι ένα χάρτη
και πάντα για να φύγω ετοιμαζόμουνα
κι όλο η μητέρα μου 'λεγε: Το Μάρτη...

Τώρα στο τζάμι ένα καράβι εσκάρωσα
κι ένα του Μαγκρ στιχάκι έχω σκαλίσει:
«Τι θλίψη στα ταξίδια κρύβεται άπειρη!»
κι εγώ για ένα ταξίδι έχω κινήσει

Να πεις σ' όλους τους φίλους χαιρετίσματα
κι αν τύχει ν' απαντήσεις την Ελένη
πως μ' ένα φορτηγό πες της μπαρκάρισα
και τώρα πια να μη με περιμένει

Αλήθεια, ο Χάρος ήθελα να 'ρχότανε
σαν ένας καπετάνιος να με πάρει
χτυπώντας τις βαριές πέτσινες μπότες του
κι ένα μακρύ τσιμπούκι να φουμάρει

Αλέξη, νιώθω τώρα πως σε κούρασα
μπορεί κιόλας να σ' έκαμα να κλάψεις
δε θα 'βρεις, βέβαια, λόγια για μια απάντηση
μα δε θα λάβεις κόπο να μου γράψεις...

Νίκος Καββαδίας

08.04.11


Αν του μιλούσες ίσως;  - Μα κανέναν δεν ακούει.

Έχει για τα καλά πειστεί πως όλα γύρω του, έχουν πια αλλάξει. Εμείς, λέει, έχουμε αλλάξει. Οι εποχές στα σίγουρα έχουν αλλάξει (με τέτοιο καιρό), κι αφού τίποτα πια δεν είναι το ίδιο, δεν ξέρω που στο διάολο πάμε και τι ψάχνουμε.       
Αν ψάχνουμε.

Ναι, πάντα θα είμαστε ονειροπόλοι. Αυτό ποτέ δεν θα το χάσουμε. Δεν έχουμε μάθει χωρίς τ’ όνειρο. Αν μας το πάρουν κι αυτό, τότε δεν θα ‘μαστε πια Εμείς, καταλαβαίνεις;
Στο όνειρο ζήσαμε, μεγαλώσαμε, αγαπήσαμε. Φορές πεθάναμε κιόλας. Μας κατέστρεψε, σου λέω. Φίλοι που δεν υπάρχουν. Λόγια, εικόνες, πολλές εικόνες. Κι αυτό ήταν κακό. Τόσο που δεν πρόλαβα να γνωρίσω τον κόσμο. Τον δικό σας κόσμο. Τον ξένο, τον ψεύτη, τον ύποπτο. Αυτόν που σε σκοτώνει και μετά σου ζητάει συγνώμη, φεύγοντας.

Κι εσύ που χάθηκες κι εγώ που τρόπο δεν έχω να σε βρω. Και τα βράδια, που νιώθω απροστάτευτη και μια ερημιά.  Ξενιτιά. Τους φίλους σου να μην ξεχνάς. Κρύψ’ τους καλά στη τσέπη σου, κάπου να τους βλέπεις. Να τους θυμάσαι..

Δεν έχουν φύγει ακόμη.
Ποτέ μακριά, απ' αυτό το λιμάνι.. 

Monday 21 March 2011

Ο Πύργος του Άιφελ


Ποιά τάχα σκέψη ασχημάτιστη, 
Ποια μακρινή μου θύμηση,
Του υποσυνειδήτου μου ποια δράση
Οι πύργοι τούτοι νά μηνανε ;
Τίποτε σοβαρό δέν θά ‘ναι.
Μπορεί απλώς να ‘χω μετανοήσει 
που όντας για λίγο στο Παρίσι
μικρούς πυργίσκους το γεμίζω –
τον Πύργο του Άιφελ ν’ ανέβω δεν κατάφερα. 
Ήταν για μένα σπάνια ευκαιρία
από του πύργου αυτού τα ύψη 
σαν τόσους άλλους να ‘χω σκύψει
και από εκεί τον κόσμο ν’ αγναντεύω...

Μα ίσως πάλι να έπραξα σωστά,
Ίσως σοφά να παρενέβη η τύχη,
Αφού σε λίγο θα έπρεπε ξανά 
στα χαμηλά μου να κατέβω.

Μάλλον αυτή θά ‘ναι η λύση
των πύργων που έχω ζωγραφίσει. 

Sunday 20 March 2011


Θαρθεί καιρός που θα αλλάξουν τα πράγματα 
Να το θυμάσαι Μαρία 

Θυμάσαι Μαρία στα διαλείμματα εκείνο το παιχνίδι 
που τρέχαμε κρατώντας τη σκυτάλη 
-μη βλέπεις εμένα- μην κλαις. Εσύ εισ' η ελπίδα 

Άκου θάρθει καιρός 
που τα παιδιά θα διαλέγουν γονιούς 
δε θα βγαίνουν στην τύχη 

Δε θα υπάρχουνε πόρτες κλειστές 
με γυρμένους απέξω 
Και τη δουλειά 
θα τη διαλέγουμε 
δε θάμαστε άλογα να μας κοιτάνε στα δόντια 

Οι άνθρωποι - σκέψου!- θα μιλάνε με χρώματα 
κι άλλοι με νότες. 

Να φυλάξεις μονάχα 
σε μια μεγάλη φιάλη με νερό 
λέξεις και έννοιες σαν και αυτές 

απροσαρμοστοι - καταπίεση - μοναξιά - τιμή - κέρδος - εξευτελισμός 

για το μάθημα της ιστορίας 

Είναι Μαρία - δε θέλω να λέω ψέματα - δύσκολοι καιροί 
Και θαρθούνε κι άλλοι 

Δεν ξέρω - μην περιμένεις και απο μένα πολλά- 

τόσα έζησα, τόσα έμαθα, τόσα λέω 
κι απ' όσα διάβασα ένα κρατάω μόνο: 

"Σημασία έχει να παραμένεις άνθρωπος" 

Θα την αλλάξουμε τη ζωή! 
Παρ΄όλα αυτά Μαρία.

Κατερίνα Γώγου

Tuesday 15 March 2011

Κάθε Φορά Μηδέν.


Ζωή σαν τη δικιά μου.

Ξεκίνησα να γράφω κάτι, μετά τ’ άφησα, έγραψα κάτι άλλο δεν μ’ άρεσε και το ‘σκισα. Μέσα μου είν’ όλα τόσο μπερδεμένα που δεν ξέρω από τι να πιαστώ και που να το φτάσω.  
Σχέσεις, έρωτες, φιλίες – κενό.
Δεν έχω νιώσει ακόμη την άνοιξη, την χαρά των χρωμάτων. Των δικών σου αν θες χρωμάτων. Βλέπω κάθε πρωί έναν μουντό ουρανό και τον τρέμω. Ξέρω πως πάλι θα βρέξει και θα’ χω πάλι ξεχάσει την ομπρέλλα μου στο σπίτι. Θα γίνω μούσκεμα, θα περπατώ πέρα δώθε και θα απολάμβανω αγαπημένα τραγούδια.
Απώλεια. Ναι, την έχω κάνει συνήθεια μου. Έτσι έμαθα ό,τι δίνω, σε μια στιγμή να το χάνω. Να γίνεται ξένο. Να το βλέπω να άλλαζει, να μην μου πάει πια. Να μην το θέλω άλλο. Μα  πάντα νοσταλγείς, εκείνα τα ανέμελα καλοκαίρια. Εκείνα που φέρνουν τους ανθρώπους πιο κοντά. Κι αυτό το καλοκαίρι θέλω να ‘ναι το δικό μας.
Χθες με ρώτησες, αν κάνω όνειρα για μας.  Τα όνειρα, είν’ ελπίδες. Τις πιο πολλές φορές βέβαια, δεν πραγματοποιούνται  κι έτσι μένουν πάντα ανεκπλήρωτα. Μ’ ένα παράπονο, με μια θλίψη. Κι αν η θλίψη αλλάζει πρόσωπα πότε δεν θα το μάθουμε. Μα πάντα θα βρίσκω στα μάτια σου, λόγο να σ’ αγαπώ, να σε πιστεύω.
Στη σιωπή σου θα μιλάω εγώ. Θα φωνάζω, θα γελώ. Γιατί αν δεν πω λέξη ίσως και να σε χάσω. Όπως έχω χάσει άλλους τόσους, που δεν προσπάθησα αρκετά να τους κρατήσω. Μάλλον θα είχα λόγο. Χρειάζονται κι οι περαστικοί. Όλοι περαστικοί είμαστε. Μένουμε για όσο έχουμε κάτι στ’ αλήθεια να κερδίσουμε. Μετά ξενιτευόμαστε για να ‘χει κάτι κι ο Σαββόπουλος να τραγουδά στη ¨Δημοσθένους Λέξις¨.

Να θυμάσαι όμως πως, απ’ τη ζωή μου πέρασαν κι άλλοι που άφησαν το δικό τους σημάδι. Αυτοί είναι οι πολύ προσωπικοί. Ας μην κοροϊδευόμαστε λοιπόν.

Friday 11 March 2011

Η Περιφραστική Πέτρα


Μίλα. 
Πὲς κάτι, ὁτιδήποτε.
Μόνο μὴ στέκεις σὰν ἀτσάλινη ἀπουσία.
Διάλεξε ἔστω κάποια λέξη,
ποὺ νὰ σὲ δένει πιὸ σφιχτὰ
μὲ τὴν ἀοριστία.
Πές:
«ἄδικα»,
«δέντρο»,
«γυμνό».
Πές:
«θὰ δοῦμε»,
«ἀστάθμητο»,
«βάρος».
Ὑπάρχουν τόσες λέξεις ποὺ ὀνειρεύονται
μιὰ σύντομη, ἄδετη, ζωὴ μὲ τὴ φωνή σου.

Μίλα.
Ἔχουμε τόση θάλασσα μπροστά μας.
Ἐκεῖ ποὺ τελειώνουμε ἐμεῖς 
ἀρχίζει ἡ θάλασσα.
Πὲς κάτι.
Πὲς «κῦμα», ποὺ δὲν στέκεται.
Πὲς «βάρκα», ποὺ βουλιάζει
ἂν τὴν παραφορτώσεις μὲ προθέσεις.

Πὲς «στιγμή»,
ποὺ φωνάζει βοήθεια ὅτι πνίγεται,
μὴν τὴ σῴζεις,
πὲς
«δὲν ἄκουσα».

Μίλα.
Οἱ λέξεις ἔχουν ἔχθρες μεταξύ τους,
ἔχουν τοὺς ἀνταγωνισμούς:
ἂν κάποια ἀπ᾿ αὐτὲς σὲ αἰχμαλωτίσει,
σ᾿ ἐλευθερώνει ἄλλη.
Τράβα μία λέξη ἀπ᾿ τὴ νύχτα
στὴν τύχη.
Ὁλόκληρη νύχτα στὴν τύχη.
Μὴ λὲς «ὁλόκληρη»,
πὲς «ἐλάχιστη»,
ποὺ σ᾿ ἀφήνει νὰ φύγεις.
Ἐλάχιστη
αἴσθηση,
λύπη
ὁλόκληρη
δική μου.
Ὁλόκληρη νύχτα.

Μίλα.
Πὲς «ἀστέρι», ποὺ σβήνει.
Δὲν λιγοστεύει ἡ σιωπὴ μὲ μιὰ λέξη.
Πὲς «πέτρα»,
ποὺ εἶναι ἄσπαστη λέξη.
Ἔτσι, ἴσα ἴσα,
νὰ βάλω ἕναν τίτλο
σ᾿ αὐτὴ τὴ βόλτα τὴν παραθαλάσσια.

Κική Δημουλά

Tuesday 15 February 2011

14.02.11

Ερωτευμένοι, γιορτάζουν λες και δεν θα υπάρχουν αύριο. Με μουσική, με κρασί ίσως με ποίηση. Μα εσύ λείπεις.. και την μυρωδιά σου κοντεύω να την ξεχάσω. Κι ερωτεύομαι με τα λόγια σου, πότε τα γλυκά πότε τα άγρια που με βασανίζουν, κυρίως τα βράδυα.
Και νιώθω την απουσία σου να βαραίνει στο κορμί μου, να κουρνιάζει στην αγκαλιά μου. Στην αγκαλιά που έκλεισα για ‘σενα. Κι όταν σου λέω καληνύχτα κανείς πια δεν απαντάει. Ούτε οι τόσοι ποιητές μας, ούτε τα τραγούδια της νύχτας τα τελευταία.
Κι η σιωπή απόψε παίρνει την μορφή σου και με ξεγελάει. 
Γίνεται εσύ για λίγο, μ’ αγγίζει και κρυώνω. 
Σ’ ένα κρεβάτι άδειο, να γίνομαι κουβάρι, να σε ζητάω.
Το χέρι σου στα μαλλιά μου, το χάδι σου, η αγκαλιά σου κάτω απ’ τα αστέρια με την Πούλια να χαμογελάει.
Στιγμές χωρίς μοντάζ. Στιγμές πρώτες. Στιγμές για να σ’ αγαπώ.
‘Ερωτας, φόβος, πρόκληση, βήμα. Cap!
Πάμε να φύγουμε ψυχή μου. Ας γίνει όπως εσύ το θες. Κι ας αγαπήσω όλα όσα μέχρι τώρα έλεγα πως μισώ – πως δεν αντέχω.
Μακριά σου δεν αντέχω. Τώρα το ξέρω καλά.
Σ’ αγαπώ μ’ ακούς;

Sunday 13 February 2011

Κάθε Φορά Μηδέν.


Το άγνωστο Α κι ένα Μ.

Περνάνε τα χρόνια, μας ξεπερνούν. Μας αλλάζουν. Εσένα όχι. Εγώ από τότε ψήλωσα, πήρα κιλά, δεν έστρωσα βέβαια ποτέ μου. Έχω μάθει όμως να στρώνω το κρεβάτι μου κάθε πρωί στις 7.  Σταμάτησα να πειράζω τα νύχια μου κι άρχισα το κάπνισμα. Δεν μ’ άρεσε ποτέ το γάλα, μ’ άρεσε πάντα το ποτό. Το πολύ ποτό.
Μια ελεύθερη ζωή μέσα σ’ ένα κλουβί. Κοινωνία το λεν. Κι εσύ άνθρωπος μου ‘πες να γίνω, όμως εγώ ζω ακόμη σαν χαζή έφηβη. Με τα σχισμένα μου σταράκια, με το αγαπημένο μπλουζάκι απ’το Hard Rock café και μ’ ένα στριφτό τσιγάρο στο χέρι. Φοβάμαι μόνο μην μια μέρα γίνω σαν αυτούς τους εναλλακτικτούς, τους δήθεν διανοούμενους. Όχι σαν εσένα, σαν τους άλλους. Δεν θέλω να μεγαλώσω, φοβάμαι να το νιώσω.
Έμαθα όμως πάντα να υπακούω, αν εξαιρέσεις τα τελευταία 22  χρόνια. Κι όταν το Μ, μου είπε πως οφείλω να ευχαριστήσω το άγνωστο Α (θα το έκανα έτσι κι αλλιώς), στ’ αυτιά μου ακούστηκε πιο πολύ σαν εκείνη την εκνευριστική “διαταγή”, που μου ‘λεγε πάντα όταν γυρνούσα απ’ το σχολείο κι ανυπομονούσα να δω το Saved by the bell. Την στερεότυπη εκείνη ατάκα “Μάζεψε τα ρούχα, μάλλον θα βρέξει”, χειμώνα – καλοκαίρι. Τζάμπα κόπος, ποτέ δεν έβρεχε.
Οφείλω, τέλος πάντων, (με σοβαρό ύφος) να πω ένα ευχαριστώ στο άγνωστο Α – κλεμμένο απ’ τον άγνωστο Χ του Μαχαιρίτσα – αφού ήταν ίσως κι η πρώτη φορά που το άγνωστο μου προκάλεσε έκπληξη, χαρά και περιέργεια να μάθω ένα όνομα. Ανήμπορη όμως να το βρω (το ανήμπορη είναι και πιο γενικό γι’ αυτήν την περιόδο), αποφάσισα να το πάμε αλλιώς.
Θα βγάλω για λίγο την μάσκα της διαθέσιμης και σαν Δένα, χαζό παιδί χαρά γεμάτο, πιάνω φιλίες μ’ αυτό το άγνωστο, λέγοντας σου πως στη ψυχή μου μέσα κρύβω μόνο όλα όσα ένας άνθρωπος θέλει κάπου να χαρίσει. Έναν αλήτη έρωτα που μιλάει για την κόλαση και φαντάζεται πάντα τον παράδεισο. Διάβολος, ίσως, να ήταν ο Morrison κι άγγελος ο Ελύτης και η σκακιέρα, ένα στοίχημα ζωής. Κάπως έτσι δείχνω όλα όσα αγαπώ και πως  ταξιδεύω μέσα στα χρόνια, στο πόνο, στην μοναξιά. Έτσι δειλά και ταπεινά ζω, λατρεύω ανθρώπους και στιγμές.
Μα πιότερο αγαπώ το Παρίσι. Γι’ αυτό θα σας μιλήσω την επόμενη φορά. Τα ταξίδια ήταν πάντα η αδυναμία μου, πόσο μάλλον οι δικοί μου συνταξιδιώτες.
Αυτός ο μήνας ανήκει επίσης, σε μια Γυναίκα που πριν από κάτι χρόνια – μην φανταστείτε και πολλά, ξεκίνησε ένα δικό της ταξίδι. Αφού εγώ λοιπόν, χωρίς αυτήν δεν θα ήμουν εδώ μα πάντα νοερά εκεί, αφού ό,τι έγινα μονάχα σ’ αυτήν το χρωστάω και όλα αυτά τα γνωστά clichés της εποχής, επιβάλλεται να πω..
Μαμά πεινάω, μαμά φοβάμαι. Μαμά.. Γερνάω.
Χρόνια Πολλά.

Tuesday 8 February 2011

02.02.11

"Η Αγάπη πεθαίνει πριν προλάβει να γεράσει." 
Έχει κι η Δημουλά τα δίκια της. 
Μεσημέρι. Διάλειμμα απ' το πανεπιστήμιο.
Café, Fournil St Nicola απέναντι από το fac. του Paul Val.
Παράγγειλα μια καρμπονάρα. Ξέχασαν βέβαια να βάλουν φρέσκα κρέμα. Έχει μόνο lardons και ελάχιστο τυρί. 
Έχουν όμως καλό nescafe. Ο κόσμος περίεργος. Τους παρατηρώ εδώ και πολύ ώρα. Περιμένω να δω πότε ένας απ' αυτούς τους χριστιανούς (μόνο χριστιανοί δεν είναι) σηκωστεί και μ'αστράψει δυο σφαλιάρες να δω τον Χριστό, συμφοιτητή μου. Τέλος πάντων είναι αγένεια και το ξέρω, αλλά με εξιτάρει να τους παρακολουθώ .. 
Σήμερα δεν σ' αγαπάω.
Θα πάρεις μια απόφαση και θα μας αφήσεις να το πάμε παραπέρα; Ή θα συζητάμε κάθε μέρα το ίδιο θέμα; Έχω υπομονή αλλά μην το παρακάνεις.
Η αγάπη μου μπορεί αύριο κιόλας, αν το θες, να μην υπάρχει, μπορεί όμως να ζήσει και για πάντα αν την αφήσεις. 
Χάλια, τελικά ο καφές. Θύμισε μου εδώ να μην σε φέρω. Έλα βέβαια εσύ και θα σου φτιάχνω μόνον εγώ καφέ. Αν μου πεις φυσικά πως τον πίνεις. Ούτε σ'αυτό δεν έχεις καταλήξει. Ξέρεις, γάλα και ζάχαρη δεν είναι ένα και το αυτό. Υπάρχει μια μικρή διαφορά. 
Σε βαρέθηκα! Θα χαζέψω...
Σε περιμένω, να το κάνουμε μαζί. ή να χαζεύω εσένα. Οι Γάλλοι, με αφήνουν αδιάφορη.. 

Sunday 6 February 2011

Το Μονόγραμμα

Θά πενθώ πάντα -- μ’ακούς; -- γιά σένα,
μόνος,στόν Παράδεισο

Θά γυρίσει αλλού τίς χαρακιές
Τής παλάμης,η Μοίρα,σάν κλειδούχος
Μιά στιγμή θά συγκατατεθεί ο Καιρός

Πώς αλλιώς,αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι

Θά παραστήσει ο ουρανός τα σωθικά μας
Καί θά χτυπήσει τόν κόσμο η αθωότητα
Μέ τό δριμύ του μαύρου του θανάτου.

ΙΙ.

Πενθώ τόν ήλιο καί πενθώ τά χρόνια που έρχονται
Χωρίς εμάς καί τραγουδώ τ’άλλα πού πέρασαν
Εάν είναι αλήθεια

Μιλημένα τά σώματα καί οί βάρκες πού έκρουζαν γλυκά
Οί κιθάρες πού αναβόσβησαν κάτω από τα νερά
Τά "πίστεψέ με" και τα "μή"
Μιά στόν αέρα μιά στή μουσική

Τα δυό μικρά ζώα,τά χέρια μας
Πού γύρευαν ν’ανέβουνε κρυφά τό ένα στό άλλο
Η γλάστρα μέ τό δροσαχί στίς ανοιχτές αυλόπορτες
Καί τά κομμάτια οί θάλασσες πού ερχόντουσαν μαζί
Πάνω απ’τίς ξερολιθιές,πίσω άπ’τούς φράχτες
Τήν ανεμώνα πού κάθισε στό χέρι σού
Κι έτρεμες τρείς φορές τό μώβ τρείς μέρες πάνω από
τούς καταρράχτες

Εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδώ
Τό ξύλινο δοκάρι καί τό τετράγωνο φαντό
Στόν τοίχο μέ τή Γοργόνα μέ τά ξέπλεκα μαλλιά
Τή γάτα πού μάς κοίταξε μέσα στά σκοτεινά

Παιδί μέ τό λιβάνι καί μέ τόν κόκκινο σταυρό
Τήν ώρα πού βραδιάζει στών βράχων τό απλησίαστο
Πενθώ τό ρούχο πού άγγιξα καί μού ήρθε ο κόσμος.

ΙΙΙ.

Έτσι μιλώ γιά σένα καί γιά μένα

Επειδή σ’αγαπώ καί στήν αγάπη ξέρω
Νά μπαίνω σάν Πανσέληνος
Από παντού,γιά τό μικρό τό πόδι σού μές στ’αχανή
σεντόνια
Νά μαδάω γιασεμιά κι έχω τή δύναμη
Αποκοιμισμένη,νά φυσώ νά σέ πηγαίνω
Μές από φεγγαρά περάσματα καί κρυφές τής θάλασσας στοές
Υπνωτισμένα δέντρα μέ αράχνες πού ασημίζουμε

Ακουστά σ’έχουν τά κύματα
Πώς χαιδεύεις,πώς φιλάς
Πώς λές ψιθυριστά τό "τί" καί τό "έ"
Τριγύρω στό λαιμό στόν όρμο
Πάντα εμείς τό φώς κι η σκιά



Πάντα εσύ τ’αστεράκι καί πάντα εγώ τό σκοτεινό πλεούμενο
Πάντα εσύ τό λιμάνι κι εγώ τό φανάρι τό δεξιά
Τό βρεγμένο μουράγιο καί η λάμψη επάνω στά κουπιά

Ψηλά στό σπίτι μέ τίς κληματίδες
Τά δετά τριαντάφυλλα,καί τό νερό πού κρυώνει
Πάντα εσύ τό πέτρινο άγαλμα καί πάντα εγώ η σκιά πού μεγαλώνει
Τό γερτό παντζούρι εσύ,ο αέρας πού τό ανοίγει εγώ
Επειδή σ’αγαπώ καί σ’αγαπώ
Πάντα Εσύ τό νόμισμα καί εγώ η λατρεία πού τό
Εξαργυρώνει:

Τόσο η νύχτα,τόσο η βοή στόν άνεμο
Τόσο η στάλα στόν αέρα,τόσο η σιγαλιά
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Καμάρα τ’ουρανού με τ’άστρα
Τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή

Πού πιά δέν έχω τίποτε άλλο
Μές στούς τέσσερις τοίχους,τό ταβάνι,τό πάτωμα
Νά φωνάζω από σένα καί νά μέ χτυπά η φωνή μου
Νά μυρίζω από σένα καί ν’αγριεύουν οί άνθρωποι
Επειδή τό αδοκίμαστο καί τό απ’αλλού φερμένο
Δέν τ’αντέχουν οί άνθρωποι κι είναι νωρίς,μ’ακούς
Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν αγάπη μου

Να μιλώ γιά σένα καί γιά μένα.



ΙV.

Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν,μ’ακούς
Δέν έχουν εξημερωθεί τά τέρατα μ’ακούς
Τό χαμένο μου τό αίμα καί τό μυτερό,μ’ακούς
Μαχαίρι
Σάν κριάρι πού τρέχει μές στούς ουρανούς
Καί τών άστρων τούς κλώνους τσακίζει,μ’ακούς
Είμ’εγώ,μ’ακούς
Σ’αγαπώ,μ’ακούς
Σέ κρατώ καί σέ πάω καί σού φορώ
Τό λευκό νυφικό τής Οφηλίας,μ’ακούς
Πού μ’αφήνεις,πού πάς καί ποιός,μ’ακούς

Σού κρατεί τό χέρι πάνω απ’τούς κατακλυσμούς

Οί πελώριες λιάνες καί τών ηφαιστείων οί λάβες
Θά’ρθει μέρα,μ’ακούς
Νά μάς θάψουν κι οί χιλιάδες ύστερα χρόνοι
Λαμπερά θά μάς κάνουν περώματα,μ’ακούς
Νά γυαλίσει επάνω τούς η απονιά,ν’ακούς
Τών ανθρώπων
Καί χιλιάδες κομμάτια νά μάς ρίξει
Στά νερά ένα-- ένα , μ’ακούς
Τά πικρά μου βότσαλα μετρώ,μ’ακούς
Κι είναι ο χρόνος μιά μεγάλη εκκλησία,μ’ακούς
Όπου κάποτε οί φιγούρες Τών Αγίων
βγάζουν δάκρυ αληθινό,μ’ακούς
Οί καμπάνες ανοίγουν αψηλά,μ’ακούς
Ένα πέρασμα βαθύ νά περάσω
Περιμένουν οί άγγελοι μέ κεριά καί νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δέν πάω ,μ’ακους
Ή κανείς ή κι οί δύο μαζί,μ’ακούς



Τό λουλούδι αυτό τής καταιγίδας καί μ’ακούς
Τής αγάπης
Μιά γιά πάντα τό κόψαμε
Καί δέν γίνεται ν’ανθίσει αλλιώς,μ’ακούς
Σ’άλλη γή,σ’άλλο αστέρι,μ’ακούς
Δέν υπάρχει τό χώμα δέν υπάρχει ο αέρας
Πού αγγίξαμε,ο ίδιος,μ’ακούς

Καί κανείς κηπουρός δέν ευτύχησε σ’άλλους καιρούς

Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες,μ’ακούς
Νά τινάξει λουλούδι,μόνο εμείς,μ’ακούς
Μές στή μέση τής θάλασσας
Από τό μόνο θέλημα τής αγάπης,μ’ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί,μ’ακούς
Μέ σπηλιές καί μέ κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Άκου,άκου
Ποιός μιλεί στά νερά καί ποιός κλαίει -- ακούς;
Είμ’εγώ πού φωνάζω κι είμ’εγώ πού κλαίω,μ’ακούς
Σ’αγαπώ,σ’αγαπώ,μ’ακούς.

V.

Γιά σένα έχω μιλήσει σέ καιρούς παλιούς
Μέ σοφές παραμάνες καί μ’αντάρτες απόμαχους
Από τί νά’ναι πού έχεις τή θλίψη του αγριμιού
Τήν ανταύγεια στό μέτωπο του νερού του τρεμάμενου
Καί γιατί,λέει,νά μέλει κοντά σου νά’ρθω
Πού δέν θέλω αγάπη αλλά θέλω τόν άνεμο
Αλλά θέλω της ξέσκεπης όρθιας θάλασσας τόν καλπασμό



Καί γιά σένα κανείς δέν είχε ακούσει
Γιά σένα ούτε τό δίκταμο ούτε τό μανιτάρι
Στά μέρη τ’αψηλά της Κρήτης τίποτα
Γιά σένα μόνο δέχτηκε ο Θεός νά μου οδηγεί τό χέρι

Πιό δω,πιό κεί,προσεχτικά σ’όλα τό γύρο
Του γιαλού του προσώπου,τούς κόλπους,τά μαλλιά
Στό λόφο κυματίζοντας αριστερά

Τό σώμα σου στή στάση του πεύκου του μοναχικού
Μάτια της περηφάνειας καί του διάφανου
Βυθού,μέσα στό σπίτι μέ τό σκρίνιο τό παλιό
Τίς κίτρινες νταντέλες καί τό κυπαρισσόξυλο
Μόνος νά περιμένω που θά πρωτοφανείς
Ψηλά στό δώμα ή πίσω στίς πλάκες της αυλής
Μέ τ’άλογο του Αγίου καί τό αυγό της Ανάστασης

Σάν από μιά τοιχογραφία καταστραμμένη
Μεγάλη όσο σέ θέλησε η μικρή ζωή
Νά χωράς στό κεράκι τή στεντόρεια λάμψη τήν ηφαιστειακή

Πού κανείς νά μήν έχει δεί καί ακούσει
Τίποτα μές στίς ερημιές τά ερειπωμένα σπίτια
Ούτε ο θαμμένος πρόγονος άκρη άκρη στόν αυλόγυρο
Γιά σένα,ούτε η γερόντισσα ν’όλα της τά βοτάνια

Γιά σένα μόνο εγώ,μπορεί,καί η μουσική
Πού διώχνω μέσα μου αλλ’αυτή γυρίζει δυνατότερη
Γιά σένα τό ασχημάτιστο στήθος των δώδεκα χρονώ
Τό στραμμένο στό μέλλον με τόν κρατήρα κόκκινο
Γιά σένα σάν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή
Πού βρίσκει μές στό σώμα καί πού τρυπάει τή θύμηση
Καί νά τό χώμα,νά τά περιστέρια,νά η αρχαία μας γή.



VI.

Έχω δεί πολλά καί η γή μές’απ’τό νού μου φαίνεται ωραιότερη
Ώραιότερη μές στούς χρυσούς ατμούς
Η πέτρα η κοφτερή,ωραιότερα
Τά μπλάβα των ισθμών καί οί στέγες μές στά κύματα
Ωραιότερες οί αχτίδες όπου δίχως να πατείς περνάς
Αήττητη όπως η Θεά της Σαμοθράκης πάνω από τά βουνά
τής θάλασσας

Έτσι σ’έχω κοιτάξει πού μου αρκεί
Νά’χει ο χρόνος όλος αθωωθεί
Μές στό αυλάκι που τό πέρασμα σου αφήνει
Σάν δελφίνι πρωτόπειρο ν’ακολουθεί

Καί νά παίζει μέ τ’άσπρο καί τό κυανό η ψυχή μου !

Νίκη,νίκη όπου έχω νικηθεί
Πρίν από τήν αγάπη καί μαζί
Γιά τή ρολογιά καί τό γκιούλ-μπιρσίμι
Πήγαινε,πήγαινε καί ας έχω εγώ χαθεί

Μόνος καί άς είναι ο ήλιος που κρατείς ένα παιδί
νεογέννητο
Μόνος,καί ας είμ’εγώ η πατρίδα που πενθεί
Ας είναι ο λόγος που έστειλα νά σου κρατεί δαφνόφυλλο
Μόνος,ο αέρας δυνατός καί μόνος τ’ολοστρόγγυλο
Βότσαλο στό βλεφάρισμα του σκοτεινού βυθού
Ο ψαράς που ανέβασε κι έριξε πάλι πίσω στούς καιρούς τόν Παράδεισο !


VII.

Στόν Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στή θάλασσα



Μέ κρεβάτι μεγάλο καί πόρτα μικρή
Έχω ρίξει μές στ’άπατα μιάν ηχώ
Νά κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ

Νά σέ βλέπω μισή να περνάς στό νερό
και μισή να σε κλαίω μές στόν Παράδειο.



Οδυσσέας Ελύτης