Friday, 22 June 2012
Tuesday, 19 June 2012
Friday, 15 June 2012
Η καρδιά πονάει όταν ψηλώνει...
Από μικροί μαθαίνουμε να χάνουμε
η απώλεια θα μπορούσε να 'ναι κούνια μας
δεν μπορείς να τα ΄χεις όλα
πρώτη φράση που μαθαίνουμε.
από μικροί πρέπει να μοιραζόμαστε
τα γλυκά και τα παιχνίδια με τ' αδέρφια μας
μάθε πλέον να μοιράζεσαι
κι έτσι δίνουμε ό,τι παίρνουμε.
και τα χρόνια περνάνε
και ό,τι τρώμε κερνάμε
δίνουμε ό,τι αποκτάμε
ώσπου κάτι τελειώνει...
και οι άνθρωποι φεύγουν
και εμείς δεν αντιδράμε.
Μάθαμε να ξεχνάμε
και να μένουμε μόνοι...
μα η καρδιά πονάει όταν ψηλώνει
να το θυμάσαι μικρή μου καρδιά
η καρδιά πονάει πάντα όταν ψηλώνει
πάντα...
- από τα πολύ αγαπημένα..
Wednesday, 13 June 2012
Tuesday, 12 June 2012
Κάθε Φορά Μηδέν
Ετοιμάζομαι για σένα
‘Για σενα τράβαγα πιστόλι κι από φόβο μ’είχαν όλοι και δεν άντεχα στο πλάι μου ψυχή.’
Έτσι φαίνεται πως είναι όταν περιμένεις έναν άνθρωπο για όλη σου την ζωή. Όταν μεγαλώνεις για ‘κείνον. Μα όπως λέει και στο ρεφρέν ‘και περάσαν οι ζωές μας, δεν βρεθήκαμε ποτέ μας και την θέση την παίρνουνε σκιές.’
Ναι, έφτασαν οι μέρες του φωτός αλλά μ’άφησαν αδιάφορη. Φρόντισε μοναχα το ‘Εγώ μεγάλωνα για σένα’ να μου μάθει πως είναι να δίνεις τη ζωή σου, να πονάς, να κλαις και να κοιμάσαι πάλι μόνη. Σαν διαθέσιμη νεράιδα να προσπαθείς να βρεις ποια πόρτα έκλεισε κι εσύ δεν πρόλαβες να ακούσεις το αντίο. – Ίσως να μην είχε ανοίξει και ποτέ.
Κανείς βέβαια δεν σε ρώτησε τι ήθελες, τι μπορούσες. – έκλαψες; Κανέναν δε νοιάζει, ακούς; Σήκωσε τώρα το κεφάλι και προχώρα. Ζήσε με τις σκιές σου που σ’αγαπάνε, που σε φροντίζουν, που σου λένε όσα θέλεις να ακούσεις , έτσι για να λες τη δυστυχία σου - γαλήνη. Αλοίμονο.
Ποιος δεν φοβάται, ποιος ειν’αυτός που λέει πως δεν πονάει σε μια μοναξιά; Ο πρώτος ψεύτης κι ο πρώτος στη σειρά δειλός. 4 βήματα μακριά σου και πεθαίνει, σου φωνάζει μα δεν ακούς. Ποτέ σου δεν ακούς. Λες και δεν αναγνωρίζεις πια την φωνή της. Ίσως γιατί μεγάλωνε για σένα και γέρασε ή ίσως πάλι γιατί δεν την γνώρισες και ποτέ.
Πόσο όμορφη ήταν κάποτε αυτή η γυναίκα. έμοιαζε με μια αγάπη παιδική που είχε χρώμα και φρεσκάδα και χαρά.
‘...και δεν άντεχα στο πλάι μου ψυχή.’
‘...και δεν άντεχα στο πλάι μου ψυχή.’
Μα μέσα της όσο μεγάλωνε η παιδική αγάπη γινόταν αρρώστια που την ταλαιπωρούσε, την βασάνιζε. Είχε τ’όνομα σου, φορούσε τον εαυτό σου και κάθε τόσο της έπαιζε παιχνίδια, τέτοια που στο τέλος το ανθρωπάκι τρελάθηκε.
Κανέναν δεν άφηνε να πλησιάσει, να σε φτάσει. Σαν λυσσασμένο σκυλί προστάτευε την πλευρά σου στο κρεβάτι. Σε περίμενε, πότε στο παράθυρο βλέποντας τους περαστικούς ανθρώπους της ζωής της να την χαιρετάνε, με λύπηση βέβαια οι πιο πόλλοι και πότε στο κρεβάτι μ’ ένα ανάλαφρο νυχτικό έτσι για να μπορείς ακόμη και στο σκοτάδι να βρεις με ευκολία το μέσα της. – αυτό που έμεινε για πάντα ανέγγιχτο, για πάντα δικό σου, για πάντα δοσμένο σε μια παιδική αγάπη – που ίσως να μην υπήρξε και ποτέ.
Έτσι μεγάλωσε για σένα, ερωτεύτηκε για σένα, περιμένοντας (πάντα) εσένα.
Στα 4 λεπτά που κρατάει ένα τραγούδι κατάφερα να ταξιδέψω μακριά, σ’ανθρώπους που δεν ξέρω, που δεν γνώρισα ποτέ μου αλλά που στα σίγουρα αγάπησαν βαθιά, τόσο βαθιά που αφιέρωσαν όλη τους την ζωή περιμένοντας εκείνο που λέμε ‘το άλλο μισό.’ – που ίσως να μην υπήρξε και ποτέ.
Τώρα όμως έφτασα σπίτι. Τώρα το ταξίδι τελειώνει.
Au revoir.
P.S.: Πάκι, ελπίζω να έκανα καλή δουλειά.
Αφιερωμένο με πολλή αγάπη.
Saturday, 9 June 2012
Να πας στο διάολο.. εγώ θα πάω όπου έχει φωτιά.
Αναμενόμενο ότι θα 'γραφα κάτι για τα γεγονότα της Παρασκευής. Ναι, της περιβόητης εκείνης μέρας. Δεν θα άντεχα η ρουφιάνα να μην σχολίαζα το γελοίο - κακό μεν, αλλά γελοίο - σκηνικό που ζήσαμε όλοι μαζί στην όμορφη πόλη της Λεμεσού.
......
και μετά ξύπνησες.
Apocalyptica - I Don't Care.
Αναμενόμενο ότι θα 'γραφα κάτι για τα γεγονότα της Παρασκευής. Ναι, της περιβόητης εκείνης μέρας. Δεν θα άντεχα η ρουφιάνα να μην σχολίαζα το γελοίο - κακό μεν, αλλά γελοίο - σκηνικό που ζήσαμε όλοι μαζί στην όμορφη πόλη της Λεμεσού.
......
και μετά ξύπνησες.
Apocalyptica - I Don't Care.
“Αυτός ο τύπος με
την φυσαρμόνικα στη γωνιά του δρόμου είχε πιάσει δουλειά από νωρίς. Φορούσε μια
τρύπια καφετί ρεπούμπλικα, ένα φουλάρι γυαλιστερό και κάτι κόκκινα σπορτέξ χωρίς
κορδόνια.
Μια γλυκιά,
τσακισμένη μελωδία, αφιερωμένη εξαιρετικά σ’αυτούς που χάθηκαν στους δρόμους
της ζωής. Ίσως, γιατί νόμισαν πως η περιπλάνηση έκρυβε την απάντηση που γύρευαν.
Ίσως, γιατί δεν γούσταραν καμιά απάντηση. Ίσως, γιατί δεν είδαν πουθενά κάποιο
σήμα, για να οδηγηθούν. Κάποιο στέγαστρο, να κρύψουν, έστω και προσωρινα, τα όνειρα
τους.
‘Ισως, γιατί ...
αγάπησαν πολύ.”
Αλκυόνη Παπαδάκη
«Τι σου είναι η
αγάπη τελικά»
Subscribe to:
Posts (Atom)