Tuesday, 16 October 2012
Με συνοδηγό ένα ψάρι
Στο διπλανό κάθισμα να κολυμπάει ο Λουδοβίκος. Δε μιλάει, κοιτάει γύρω – γύρω. Κοιτάει – κολυμπάει – ξεχνάει. Αυτό δεν λένε; Εγώ βέβαια δεν το πιστεύω. Ο Λουδοβίκος, το παιδί, φαίνεται έξυπνο. Όλα τα θυμάται, είμαι σίγουρη.
Κοιτάει και προσπαθεί να καταλάβει που πάμε. Το παιδί το άκουσε. «Είναι δώρο.» - Χάρηκε. Τον είδα εγώ την ώρα που τον έβγαζε η κυρία από το ενυδρείο. Σπαρταρούσε απ’ την χαρά του.
Απορεί. Πώς σκατά γίνεται δώρο δίχως φιόγκο; Πηγαινοέρχεται μέσα στο σακούλι του ψάχνοντας να βρει γυάλα με φιόγκο. – Τίποτα. Αγχώνεται. Ξαφνικά του λείπει η ξεγνοιασιά του ενυδρείου. Εκεί που πίστεψε πως βρήκε την ζεστασιά της οικογένειας, το δικό του λιμάνι, ένα φυλλαράκι φαγητό μόνο γι’αυτόν, ξαφνικά το άγνωστο τον τρομάζει. Και αυτόν. Κι ενώ καθότανε ακίνητος και με κοιτούσε, μόλις συναντήθηκαν τα βλέμματα μας, ο Λουδοβίκος, το παιδί, γύρισε την πλάτη και τράβηξε γι’αλλού, στην άλλη άκρη του σακουλιού.
Έλα Λουδοβίκο, φτάσαμε.
Να προσέχεις το παιδί σου.