Thursday 15 November 2012

Aπόψε θα ‘θελα να 'μουν στο σπίτι μου. Στο ξύλινο ζεστό καταφύγιο που είχα φτιάξει με αγάπη. που έζησα παρέα με την μοναξιά μου, τις σκιές, τις φωνές, τις ζωγραφιές στους τοίχους. ... Την ιστορία που εγώ είχα φτιάξει και κανείς άλλος δεν χωρούσε σ’αυτήν. 
Μόνο τα Διάφανα, το λευκό κρασί και λίγο φως.  

Κι αφού εκεί ξεχνιόμουνα απ’την ζωή, εκεί αγαπούσα όλο και πιο πολύ το σκοτάδι - τώρα μου λείπει. Τώρα το έχω ανάγκη. Είναι απ’αυτές τις μέρες του χρόνου, του χειμώνα που η σιωπή γίνεται απαραίτητη, που μια βόλτα στο κρύο -μέχρι το πιο κοντινό περίπτερο για φιλτράκια – μοιάζει ιδανική. Μόνο που λείπουνε τα γραφικά δρομάκια, μόνο που λείπουνε οι φοιτητές στους δρόμους που δίνονται σ’έναν άχαρο σκοπό καπνίζοντας και πίνοντας. κι εγώ που ποτέ δεν τους φοβήθηκα περπατούσα ανάμεσα τους κι ένιωθα πως είναι να είσαι ελεύθερη, πως είναι να είσαι αόρατη. Κι έτσι τα ξεχνούσα όλα. Προβλήματα και σκοτούρες. Κουβαλούσα πάντα μια θλίψη παρέα  μα κανέναν δεν ένοιαζε, κανένας δεν την φοβήθηκε. 
- Μα απόψε την φοβάμαι εγώ. Γιατί επέστρεψε. Και έλεγα πως πέρασε ο καιρός και με λησμόνησε.  Ψέματα έλεγα. Πάντα κρύβοταν πίσω απ’την σκιά μου, όπως τότε με τους φανταστικούς φίλους που είχα όταν ήμουνα παιδί. Περίμεναν πάντα την κατάλληλη στιγμή.
Κι έτσι για άλλη μια φορά παραδίνομαι. Στο ρυθμό της, στη λήθη της. Κι ας με πάει όπου θέλει. Κουράστηκα να πηγαίνω κόντρα. Όταν αγαπάω δίνομαι κι αφήνομαι. Μα στο τέλος πάντα ξαπλώνω πλάϊ στη θλίψη μου και την ευχαριστώ που αν μη τι άλλο, αυτή υπάρχει ακόμη.

Δ.