"Μικρέ μου πρίγκιπα, θα στο πω εσένα που μ’ακούς.
Ποτέ δεν μου άρεσαν τα ακριβά ρούχα, μου άρεσαν οι ακριβοί άνθρωποι,
Αυτοί που δεν φόρεσαν ποτέ τιμή στο κούτελό τους γιατί ούτε που χρειάστηκε.
Ναι, αυτοί που έχουν αξία και αξίες, και δεν έχουνε ανάγκη να αποδείξουν
Πως κοστίζουν μια περιουσία. Το λέει το βλέμμα τους, και το φωνάζει η καρδιά τους.
Δεν εκτίθονται σε ράφια για να τους θαυμάζουν οι αξιολύπητες ‘κυρίες’
Που δεν είδανε ποτέ τον κόσμο με τα μάτια τους
(παρά μόνο με τα ανεγκέφαλα μυαλά που κουβαλάνε).
Ναι αυτούς γουστάρω, τους τσιγκάνους που δεν φορέσανε ποτέ παπούτσια
Γιατί θέλουνε να νιώσουν την ζωή:
Να πατήσουνε τη λάσπη της γης και να βυθίσουν τις πατούσες τους στην άμμο.
Ναι αυτούς γουστάρω, τους ανέμελους και τους ‘αδιάφορους’,
Που δεν γίνονται φιλάνθρωποι γιατί τους είπανε πως έρχεται η Δευτέρα Παρουσία.
Γιατί τους είπανε πως θα τους ψήσει ο διάβολος σε καζάνια που κοχλάζουν.
Αυτούς γουστάρω. Αυτούς που απλώνουνε τα βρώμικά τους χέρια
και δίνουνε ψωμί σε άλλους άστεγους γιατί στα στήθια τους φούντωσε η συμπόνια.
Μικρέ μου πρίγκιπα θα στο πω εσένα που μ’ακούς.
Μου αρέσουνε οι ακριβοί άνθρωποι.
Αυτοί που δεν χώσανε ποτέ τις φάτσες τους σε ανούσια περιοδικά για αχρείους.
Δεν θα τους δεις να σέρνονται ανάμεσα σε κόκκινα χαλιά και φώτα.
Προτιμάνε τα σκοτάδια, προτιμάνε της σιωπής την αγκαλιά, το λικέρ της μοναξιάς τους.
Δεν θα τους δεις να πλένουνε τα πόδια αρχόντων...
μήτε ν’ακονίζουνε τα νύχια τους για να τους σφάξουν.
Προτιμούν το αργό δηλητήριο της περηφάνειας, προτιμούν να αδικηθούν
Παρά να αδικήσουν.
Αυτούς γουστάρω, τους αλήτες με την τεράστια καρδιά.
Αληθινή καρδιά, καρδιά που δεν φουσκώνει μόνο και μόνο για το θεαθήναι.
Δεν ξεφουσκώνει η καρδιά τους σαν μπαλόνι,
Ούτε και βαφεται κόκκινη για να μην φαίνεται μπλε και κρύα.Φίνα καρδιά, αυθεντική
κι ας μην είναι άριστη στην όψη.
Μικρέ μου πρίγκιπα θα στο πω εσένα που με νιώθεις.
Γουστάρω την αλήθεια. Γουστάρω του ήλιου το φως,
Οι εκτυφλωτικές οι λάμπες με ξενίζουν.
Γουστάρω την αγάπη. Γουστάρω το ‘σ’αγαπώ’ που ξεχάστηκε σε καποιο μουσικό κουτί.
Βαρέθηκα τις σοκολάτες που ‘χουνε γεύση πλαστικού
Και τα τριαντάφυλλα που μυρίζουν ναφθαλίνη.
Γουστάρω το όνειρο. Αερόστατα που χαιδεύουν το φεγγάρι,
Και φτερά που σε ταξιδεύουνε στο άπιαστο του απείρου.
Βαρέθηκα τα παλάτια από τσιμέντο, και τα γυάλνα γοβάκια.
Αφήστε με να κοιμηθώ, κι όταν τελειώσει του σήμερα ο εφιάλτης μπορεί και να ξυπνήσω.
Μικρέ μου πρίγκιπα περίμενε, να σου πω και κάτι τελευταίο.
Μου αρέσουνε οι Άνθρωποι (ναι, με Άλφα κεφαλαίο).
Αυτοί που δεν πουλιούνται, μα χαρίζονται αραιά και πού
Στους νικητές ετούτης της πανάθλιας ζωής. Καληνύχτα."
Ξ.Α. |