Friday, 11 January 2013

Μεταξύ μας II


06-01-13 Κυριακή

Άλλη μια φορά δίπλα σ’ένα παράθυρο να κοιτάζω τη βροχή και να προσπαθώ να βάλω τα πράγματα σε τάξη. Σκέψεις. Λέξεις. Ματιές. Χάδια. – τα χάδια κι αν πονάνε πια. Όταν το κορμί τα θέλει και το μυαλό τα διώχνει ξανά και ξανά.- ναι, είναι βάσανο.
Λυσσασμένα ακούγονται τα ‘σε θέλω’ κι ένα βλέμμα να σε κοιτάζει κενό. Ξέρεις δεν είναι πως δεν θέλω, είναι που δεν μπορώ.  Δεν μπορώ να ζω στις ανασφάλειες. Δεν με νοιάζει ο φόβος, το σκοτάδι, το να μην μαθευτεί. Με νοιάζουν αυτές οι γαμημένες οι ανασφάλειες που σου τρώνε λίγο – λίγο το μέσα σου.
Άλλη μια φορά δίπλα σ’ένα παράθυρο μ’έναν απαίσιο καιρό, η βροχή βοηθά πάντα στη μελαγχολία και στην κατάθλιψη και δεν την έχω ανάγκη. Όχι τώρα.
Ένας νέος χρόνος που ξεκίνησε απαίσια, εσύ που δεν αφοσιώνεσαι, θηρίο που δεν δαμάζεται – κι έχω κουραστεί, κι εγώ να προσπαθώ να φύγω πριν με πνίξουν πιο πολύ οι ανασφάλειες κι η αβεβαιότητα.
Κι όλο συζητάμε, κι όλο δεν βγαίνει πουθενά. Ένιωσα τα χείλη σου, μετά κατάλαβα πόσο μου είχαν λείψει. Κι όμως κενό. Δεν έδωσα πίσω τίποτα. Μην μου το πάρεις κι αυτό και ψάχνω μετά άλλο ένα κομμάτι του εαυτού μου.
Ακόμα κι η σιωπή ησύχασε. Δεν μιλάει πια. Οι ματιές προσπαθούν να πιαστούν από κάπου, να κρατηθούν. Να πουν πως αξίζει. Μα οι ανασφάλειες,  ξέρεις, δεν φεύγουν. Εκεί ριζωμένες, σαν αγκάθια - και πονάνε διάολε.
Παίρνω απόσταση. Κάνω πίσω. Όταν κάνεις βήματα πίσω σημαίνει πως απομακρύνεσαι κι όταν απομακρύνεσαι, χάνεις. Και τι είναι καλύτερο;  Να χάνεις ή να χάνεσαι; Πότε καθαρίζει το μυαλό; Πότε σταματάει η βροχή; Θέλω ξεγνοιασιά ξανά. 
Τον χειμώνα δεν τον αντέχω – μου γαμάει τους έρωτες.

με κάρβουνο ζωγραφίζει ο Θ. Ανεστόπουλος.