Tuesday 2 November 2010

Μας τελείωσαν τα κρίνα..

Κράτησα για λίγο την αναπνοή μου, είπα πως αυτό ήταν το μοιραίο μου λάθος. Αυτό που θα μ’αλλάζε την ζωή, για πάντα. Η συνέχεια θα ‘ναι σκληρή, μοναχική, καταραμένη.
Το λάθος τελείωσε, πέθανε ένα δειλινό. Και στα συντρίμια του, πέθανε κι εμένα. Περπατάω μόνη, δεν ψάχνω πια ανθρώπους. Δεν θέλω άλλους, μου φτάνουν όλοι αυτοί που γνώρισα μια φορά. Υπήρξα για λίγο μαζί τους, μέτα έφυγα. Ίσως να ξέφυγα..
Κάθομαι για λίγο κι αγναντεύω τον ουρανό, που τώρα με πλακώνει, που πια δεν με χωρεί. Σακατεύτηκα, ψιθυρίζω,  μην μ’ακούσει κανένας περαστικός και γελάσει με την ξεφτίλα μου.  
Εγώ που κάποτε ταξίδευα, εγώ που ζούσα στιγμές κι έλεγα πως ήταν ό,τι πιο σημαντικό. Με πόνεσαν όλες τους. Σαν μαχαιριές, σε βλέματα ανθρώπων, σε λόγια που δεν ξεστόμισαν ποτέ.. με τσάκισαν.
Κι είμαι ένα κουρέλι που πάλι στους δρόμους της σκοτείνης σας πόλης, περπατώ, κάπου ανάμεσα σας. Κι είμαι αόρατη. Κάπου είχα διαβάσει πως αυτό είν’ η πιο γλυκιά ελευθερία. Πως αυτό είναι κι η μαγκιά. Να γίνεσαι αόρατος, ανύπαρκτος.
Κι έτσι ζω. Έτσι πια δεν υπάρχω..
Αδυνάτισα. Αφού έβγαλα από μέσα μου, όσα είχα κρατήσει για σένα. Στα φύλαγα. Πάντα... λόγια, αισθήματα, παλμούς. Δεν ήθελα να τρομάξεις, που σ’ αγαπούσα τόσο. Δεν ήθελα να χαθείς.
Καμιά ελπίδα δεν θα με φέρει στο δρόμο σου ξανά. Ποτέ. Λες κι αυτά τα μάτια, που καθόρισαν για πάντα την ζωή μου, που ‘παιξαν με την ψυχή μου, λες και τα ονειρεύτηκα. Δεν ήταν αληθινά, ήταν μονάχα όμορφα, όταν τα φώτιζε ο ήλιος που κάθε τόσο μας ζέσταινε, σε εκείνη την κρύα και μακρινή, τώρα πια, πόλη.  

Μα ας πάρουμε τα πράγματα απ’ την αρχή. Ή καλύτερα ας πάρουμε τον χρόνο, λίγο πίσω. Τρια χρόνια πριν.. Όταν ήμουν ακόμη παιδί, αφού τώρα νιώθω πως γέρασα, κι ας είμαι ακόμα γι’ άλλους μικρή. Ίσως επειδή έχω πια κουραστεί, ίσως επειδή δεν αντέχει άλλο η καρδιά και ψάχνει δικαιολογίες για να ξεχαστεί.
Πριν τρία χρόνια λοιπόν, γράψαμε την αρχή μιας ιστορίας. Ο πρόλογος ήταν σκληρός, έτσι όπως και το κυρίως θέμα, έτσι όπως κι ο επίλογος. Τί ήταν γλυκό τελικά σ’ όλο αυτό, τί το κρατούσε ζωντανό, κι έφτασε στο σήμερα; Κανείς δεν ξέρει.. Ήλπιζα μονάχα, πως θα ‘ρθει μια μέρα που θα τ’ άλλαζε όλα.  Και φυσικά ήρθε. Και τ’ άλλαξε, ή αν θέλετε τα ρήμαξε στο πέρασμα του.
Σεπτέμρης του 2007, ήταν ίσως το πιο όμορφο φθινόπωρο που ‘ζησε αυτή η πόλη. Το πιο χαρούμενο. Σε θυμάμαι ακόμη, εκείνο το πρωϊνο, να κάθεσαι στραβοπόδι, να ακούς μουσική, να περιμένεις, να κοιτάς την ώρα.. Θυμάμαι φορούσες το καρώ, καφέ σου παντελόνι, και στους ώμους είχες το μαύρο σου σακίδιο. Μου χαμογέλασες, κι ήταν αρκετό για να μην ακούσω τίποτε άλλο απ’ όσα είπες στα δυό, τρία λεπτά που κάθησα εκεί μαζί σου. Ήταν αρκετό για να ερωτευτώ. Ήταν αρκετό για να κάνω τα πάντα...  

Έτσι λοιπόν, ξεκινήσαμε.. ή καλύτερα ξεκίνησα, να διεκδικώ.. Στην αρχή, την παρουσία σου, στις στιγμές. Μετά το σενάριο άλλαξε. Σε ήθελε πιο πολύ, πρωταγωνιστή.  Ο ρόλος ίσως να σου ‘πεσε βαρύς, δεν ξέρω. Τα λόγια σου, ποτέ δεν τα ‘μαθες σωστά. Σ’ άρεσε πιο πολύ να αυτοσχεδιάζεις. Και πάντα το έκανες μ’ ένα τρόπο σκληρό, έτσι που έμεναν όλοι με μια απορία ζωγραφισμένη στα πρόσωπα τους, το ίδιο κι εγώ.  Μπορεί επειδή, έλειπε η αγάπη κι ο έρωτας. Κι ήταν μόνο η επαφή, η απλή για σένα επαφή, το ζευγάρωμα των κορμιών. Μονάχα αυτών..

(Έχω γράψει μόνο 557 λέξεις, κι έχω σπάσει σε διπλάσια κομμάτια. Άσε καλύτερα να μην μετρήσω, τις πόσες φορές έχω κλάψει ως τώρα. Έτσι για να θυμάσαι πόσο πολύ, ...άσε καλύτερα, μην τρομάξεις.)  [...]

"Επιβάλλεται, δεν ανάβουνε συχνά τέτοια χαράματα..
Αν μ'αγαπούν θα καταλάβουν, αν μ'αγαπούν θα σε προλάβουν".