Στη πόλη που ζω ή αν θέλετε στη πόλη που σπουδάζω, μα την έχω κάνει πια δικιά μου, είν’ όλα στολισμένα απ’ τον Οκτώβρη. Απο τότε κρατάει κι αυτή η παράξενη μελαγχολία. Αυτή που πάντα έρχεται μαζί με τους Άγιους Βασιλήδες, τα στολίδια και τα δώρα..
Κι όσο πλησιάζουν οι γιορτές, αρχίζει κι ο παραλογισμός. Πού θα τις περάσουμε φέτος; Πώς θα τις κάνουμε ξεχωριστές και καθόλου αυθόρμητες; (Πόσο ανόητοι είμαστε καταβάθος).
Και φτάνει ο καιρός που γυρνάς πάλι, πίσω σπίτι. Βρίσκεις ξανά φίλους, γνωστούς και ξένους. Κάνεις στα γρήγορα τον απολογισμό της χρονιάς, ποιούς είδες, ποιοί σ’ έβρισαν, ποιούς αγάπησες, για ποιούς ένα βράδυ έκλαψες πικρά. Όσα πήγαν χαμένα, όσα έστειλες στο διάολο, όσα έκρυψες στο μαύρο χρώμα που τόσο αγαπάς. Όσα κράτησες κοντά σου – ανθρώπους, ματιές, στιγμές κι ένα τελευταίο χάδι.
Ένα τσιγάρο ακόμη πριν περάσει κι αυτή η χρονιά παίρνοντας μαζί της χαρές, λύπες, απώλειες. Περάσαμε από μπόρες και τα γνωστά σαράντα κύματα, μα βγήκαμε ζωντανοί. Μα μείναμε μόνοι.
Και φτάνοντας στο τέλος λες πως ό,τι άξιζε, αυτό μονάχα άντεξε στην καταιγίδα. Και το ταξίδι συνεχίζεται, κι εγώ που πάντα δηλώνω ονειροπόλος θα καρτερώ να ‘ρθουν καλύτερες μέρες, όμορφες, ξέγνοιαστες ξανά, γιατί τώρα τελευταία μ’ έχουν εγκαταλείψει.
Εγώ θα συνεχίσω λοιπόν, να ακούω Διάφανα και με τελειωμένες μπουκάλες από κρασί θα μεθάω παρέα με τους στίχους, μπροστά σ’ ένα τζάκι που θα καίει αναμνήσεις. Μαζί θα καίει κι εμένα.
Θα συνεχίσω επίσης, να πίνω coca cola, αφού για να ‘ναι πάντα ίδια αλλάζουν όλα.
Μα πάντα, θα ‘χουμε το Παρίσι..