Sunday 13 February 2011

Κάθε Φορά Μηδέν.


Το άγνωστο Α κι ένα Μ.

Περνάνε τα χρόνια, μας ξεπερνούν. Μας αλλάζουν. Εσένα όχι. Εγώ από τότε ψήλωσα, πήρα κιλά, δεν έστρωσα βέβαια ποτέ μου. Έχω μάθει όμως να στρώνω το κρεβάτι μου κάθε πρωί στις 7.  Σταμάτησα να πειράζω τα νύχια μου κι άρχισα το κάπνισμα. Δεν μ’ άρεσε ποτέ το γάλα, μ’ άρεσε πάντα το ποτό. Το πολύ ποτό.
Μια ελεύθερη ζωή μέσα σ’ ένα κλουβί. Κοινωνία το λεν. Κι εσύ άνθρωπος μου ‘πες να γίνω, όμως εγώ ζω ακόμη σαν χαζή έφηβη. Με τα σχισμένα μου σταράκια, με το αγαπημένο μπλουζάκι απ’το Hard Rock café και μ’ ένα στριφτό τσιγάρο στο χέρι. Φοβάμαι μόνο μην μια μέρα γίνω σαν αυτούς τους εναλλακτικτούς, τους δήθεν διανοούμενους. Όχι σαν εσένα, σαν τους άλλους. Δεν θέλω να μεγαλώσω, φοβάμαι να το νιώσω.
Έμαθα όμως πάντα να υπακούω, αν εξαιρέσεις τα τελευταία 22  χρόνια. Κι όταν το Μ, μου είπε πως οφείλω να ευχαριστήσω το άγνωστο Α (θα το έκανα έτσι κι αλλιώς), στ’ αυτιά μου ακούστηκε πιο πολύ σαν εκείνη την εκνευριστική “διαταγή”, που μου ‘λεγε πάντα όταν γυρνούσα απ’ το σχολείο κι ανυπομονούσα να δω το Saved by the bell. Την στερεότυπη εκείνη ατάκα “Μάζεψε τα ρούχα, μάλλον θα βρέξει”, χειμώνα – καλοκαίρι. Τζάμπα κόπος, ποτέ δεν έβρεχε.
Οφείλω, τέλος πάντων, (με σοβαρό ύφος) να πω ένα ευχαριστώ στο άγνωστο Α – κλεμμένο απ’ τον άγνωστο Χ του Μαχαιρίτσα – αφού ήταν ίσως κι η πρώτη φορά που το άγνωστο μου προκάλεσε έκπληξη, χαρά και περιέργεια να μάθω ένα όνομα. Ανήμπορη όμως να το βρω (το ανήμπορη είναι και πιο γενικό γι’ αυτήν την περιόδο), αποφάσισα να το πάμε αλλιώς.
Θα βγάλω για λίγο την μάσκα της διαθέσιμης και σαν Δένα, χαζό παιδί χαρά γεμάτο, πιάνω φιλίες μ’ αυτό το άγνωστο, λέγοντας σου πως στη ψυχή μου μέσα κρύβω μόνο όλα όσα ένας άνθρωπος θέλει κάπου να χαρίσει. Έναν αλήτη έρωτα που μιλάει για την κόλαση και φαντάζεται πάντα τον παράδεισο. Διάβολος, ίσως, να ήταν ο Morrison κι άγγελος ο Ελύτης και η σκακιέρα, ένα στοίχημα ζωής. Κάπως έτσι δείχνω όλα όσα αγαπώ και πως  ταξιδεύω μέσα στα χρόνια, στο πόνο, στην μοναξιά. Έτσι δειλά και ταπεινά ζω, λατρεύω ανθρώπους και στιγμές.
Μα πιότερο αγαπώ το Παρίσι. Γι’ αυτό θα σας μιλήσω την επόμενη φορά. Τα ταξίδια ήταν πάντα η αδυναμία μου, πόσο μάλλον οι δικοί μου συνταξιδιώτες.
Αυτός ο μήνας ανήκει επίσης, σε μια Γυναίκα που πριν από κάτι χρόνια – μην φανταστείτε και πολλά, ξεκίνησε ένα δικό της ταξίδι. Αφού εγώ λοιπόν, χωρίς αυτήν δεν θα ήμουν εδώ μα πάντα νοερά εκεί, αφού ό,τι έγινα μονάχα σ’ αυτήν το χρωστάω και όλα αυτά τα γνωστά clichés της εποχής, επιβάλλεται να πω..
Μαμά πεινάω, μαμά φοβάμαι. Μαμά.. Γερνάω.
Χρόνια Πολλά.