Thursday 21 October 2010

Κάθε Φορά Μηδέν.

Μου χρωστάς ένα θάνατο...

Ο φόβος, έρχεται όταν έχεις κάτι στ’ αλήθεια να χάσεις. Γι’ αυτό πια, δεν φοβάμαι. Με νέες προσδοκίες και το μυαλό να φορτώνει τα νέα του δεδομένα, ταξιδεύω. Διέξοδος; Όχι, απαραίτητα. Ίσως να ‘ναι η ανάγκη των ματιών μου, να δουν άλλους κόσμους, καινούριες εικόνες. Να φτιάξω ξανά όνειρα, κι ας μην πραγματοποιηθούν και ποτέ. Η ελπίδα μετράει. Το αίσθημα, η μαγεία.


Με κουτσές αναμνήσεις και την μελαγχολία του σήμερα, κλείνω τα μάτια και πετάω ψηλά. Την ψυχή μου, την θέλω ταξιδιάρα. Να ψάχνει συνεχώς να βρει, εκείνο το πιο ωραίο λιμάνι που κάποτε ένας καπετάνιος είχε δει. Μπορεί να ‘ναι μονάχα μια αλήθεια. Μπορεί πάλι να ‘ναι κι ένα τέλος, που θα ξυπνήσει μια νέα αρχή.
Γι’ αυτό δεν φοβάμαι πια.
Γιατί αν το τάβλι της ζωής παίζεται σε πόρτες, πλακωτό και φεύγα. Στις παρτίδες του φεύγα, την ζωή, την νικάω κι ας μου ‘φαγε τα πούλια. Σάμπως κι οι έρωτες δεν μου φάγανε τα χρόνια;  ...Μα τολμώ να το κάνω ξανά.
Σ’ αυτήν την παράξενη εποχή, για πρώτη φορά αισθάνομαι πως, δεν έχω τίποτα να χάσω. Πιο πολύ σε βρίσκω στους αριθμούς.
...¨Μονάχος βρες την άκρη της κλωστής.¨  Και ξεκίνα πάλι.!
Ίσως αυτό να ήταν το καλύτερο και για την Πολυδούρη. Να ξεκινούσε πάλι, να μην αγαπούσε τόσο πολύ τον καταραμένο της ποιητή.