Σε ‘σένα μιλάω, σε ‘σένα που περνάς συχνά απ’ την γειτονιά μου. Σε ‘σένα που τα βράδυα κλαις κρυφά. Το ξέρω πως πονάς. Έτσι όπως έμαθες ν’ αγαπάς, βαθιά, αληθινά. Παντοτινά.
Μα πρέπει να προχωρήσεις. Πάει καιρός κι η ζωή εκεί έξω, σε περιμένει. Έτσι όπως περιμένει κι εμένα. Πώς βγαίνει κανείς απ’ την θλίψη του; Και πώς ξεχνάει ό,τι αγάπησε; Κανείς δεν ξέρει. Μα οι αναμνήσεις δεν χτίζουν το παρόν, πόσο μάλλον, το μέλλον.
Τις προάλλες, μου ζήτησες να πάρω μολύβι και να ζωγραφίσω. Ό,τι να ‘ναι. Τίποτα το ρεαλιστικό, κάτι το ελεύθερο... Μου ‘πες να τραβήξω γραμμές. Λοιπόν, τράβηξα δυό. Η πρώτη, ήταν για ένα τέλος. Κι η άλλη, για την καινούρια ζωή..
Λοιπόν ζωγράφε μου, με τ’ όμορφο χαμόγελο, τώρα γιατί δεν μιλάς; Σωπαίνεις και πάλι στη μουσική;..
Το μόνο σημαντικό που ‘χει να σου πει, είναι πως
“Σαν νοσταλγώ, πουλιά με παν μακριά, πόνο δεν νιώθω πια, μόνο θυμάμαι.”
Αυτό να κρατήσεις. Κι επιτέλους να βρεις, που τελειώνει αυτό το ταξίδι.
Να βρεις τον τελευταίο του σταθμό.
Πάτα φρένο και κατέβα...
p.s.1 Θα σε περιμένω στο σταθμό, στο τέλος και στην αρχή.
p.s.2 Καλή σου νύχτα και να μ’αγαπάς..
Δ.
"Θα μάθω για σένα όλες τις γλώσσες του κόσμου ετούτου και θα καθίσω μαζί σου ατελείωτες ώρες, δίπλα στο παράθυρο του τρένου. Να δούμε τον κόσμο από άλλη μεριά, μια Έλλη, μια Ιθάκη, μια Αμέρικα"..